Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Μαρία Χ

Η κοπέλα μπήκε στο ταξί ένα απόγευμα και μιλώντας στο κινητό της, μου έδωσε ένα χαρτί με μια διεύθυνση στα Μετέωρα. Ξαφνικά έβαλε τις φωνές (στο τηλέφωνο πάντα):

-Τι θέλεις ρε παππού. Άντε να γ@μήσεις καμιά γιαγιά. Μη ξαναπάρεις.

Το έκλεισε εκνευρισμένα.

-Ρε τον παππού θέλει και σεξ. Παίρνει και ξαναπαίρνει. Αφού του είπα. Δεν πάω με παππούδες.

Χαμογελάω, καταλαβαίνω, αλλά ρωτάω για επιβεβαίωση.

-Και που το βρήκε το τηλέφωνό σου; Σε περιοδικό;

-Σε εφημερίδα.

-Μάλιστα.

Το τηλέφωνό της ξαναχτυπάει. Εντελώς χύμα η κοπέλα, απαντάει στις ερωτήσεις του "πελάτη", προσποιούμενη ότι μιλάει από κάποιο "γραφείο συνοδών". Η ώρα έχει τόσο, τα έξτρα κόλπα τόσο παραπάνω, η κοπέλα είναι 1.70, τέτοιων διαστάσεων, λεπτή, πολύ ωραία κλπ. Αργότερα θα μάθω ότι δεν πηγαίνει σε κλήσεις από κινητό. Το σταθερό τηλέφωνο "εξασφαλίζει" ότι αν η κοπέλα πάθει κάτι, το "γραφείο" θα βρει τον πελάτη. Ο φόβος φυλάει τα έρμα δηλαδή, καθώς όχι μόνο δεν υπάρχει γραφείο, αλλά και τα ραντεβού της τα κλείνει καθώς κινείται από πελάτη σε πελάτη και κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται. Πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, έρχεται η "επαγγελματική πρόταση".

-Θέλεις να δουλέψουμε μαζί; μου λέει.

-Δηλαδή τι εννοείς; ρωτάω.

-Θα με πηγαίνεις στους πελάτες, θα με περιμένεις και θα πηγαίνουμε στον επόμενο. Να μην ψάχνω κι εγώ ταξί όλη την ώρα. Θα σου δίνω τόσα (θα μου δίνει όσα χρεώνει την ώρα στους πελάτες της, για 11-12 ώρες δικής μου εργασίας).

Σκέφτομαι γρήγορα. Η πρότασή της, οικονομικά τουλάχιστον, δεν είναι κακή, χωρίς να είναι και εξαιρετική. Ενέχει όμως και κινδύνους. Αν βρεθώ κατηγορούμενος για συνέργεια ή και μαστροπεία; Τέλοσπαντων, αφού καμία παράνομη ενέργεια δεν συντελείται στο ταξί, της απαντάω:

-Ας δοκιμάσουμε σήμερα και βλέπουμε.

Γρήγορα βλέπω ότι η Μαρία (έτσι αυτοσυστήνεται) χρεώνει μεν με την ώρα, αλλά σπάνια πέφτει σε πελάτη που την εκμεταλλεύεται ολόκληρη. Ένα τέταρτο με μισή ώρα αφού έχει βγει από το ταξί, επιστρέφει και μου δίνει τον επόμενο προορισμό. Σε τακτά διαστήματα σταματάμε για ανεφοδιασμό σε...προφυλακτικά. Προφανώς για λόγους "αντι-αστυνομικούς" παίρνει κάθε φορά μια μικρή συσκευασία.

Μου λέει ότι είναι αλλοδαπή από γειτονική χώρα, και κάνει αυτή τη δουλειά δυο χρόνια τώρα. Ξεκίνησε από επαρχιακή πόλη της Ελλάδας αλλά την συνέλαβαν και αναγκάστηκε να μετακινηθεί. Μένει σε κεντρικό φτηνό ξενοδοχείο και επί τέσσερις μέρες στη σειρά φοράει τα ίδια (λευκά) ρούχα. Δεν είναι ντυμένη σαν ξέκολο πάντως και το ντύσιμό της κολλάει σε όλους τους χώρους.

Μέχρι να τελειώσει η εβδομάδα την έχω μεταφέρει σε κάθε μήκος και πλάτος της πόλης, από το Ωραιόκαστρο μέχρι την Καλαμαριά, και από το τελευταίο ξενοδοχείο μέχρι τα κεντρικότερα. Ειδικά στα κεντρικά μεγάλα ξενοδοχεία φαίνεται να έχει τους περισσότερους πελάτες.

Μερικές φορές επιστρέφει με θριαμβευτικό ύφος (τον ξεπέταξα σε δέκα λεπτά, είδες πόσο καλή είμαι;}, ενώ άλλες με απλανές βλέμμα και τσιγάρο στο χέρι (δεν θέλω να ξέρω τι έχει κάνει εκεί που ήταν). Ζητάει πάντα βαριά σκυλάδικα στο ραδιόφωνο. Της κάνω τη χάρη για όσο βρίσκεται μέσα στο ταξί, και αλλάζω μουσική όσο την περιμένω. Αν όταν επιστρέφει, έχω ξεχάσει να ξαναβάλω σκυλάδικα, αλλάζει εκνευρισμένα σταθμό από μόνη της.

Σε δυο περιπτώσεις πηγαίνει για "διπλό" με μια φίλη της. Η φίλη μετακινείται με άλλο συνάδελφο ταξιτζή, κοντά στα 55 με τον οποίο και συζητώ την δεύτερη φορά που βρισκόμαστε να περιμένουμε κάτω από το σπίτι του "μερακλή" πελάτη. Ωραίος τύπος. Συμφωνούμε ότι οι κοπέλες αυτές ταλαιπωρούνται άσχημα από αυτή τη δουλειά, δεν είναι να ζηλεύεις τα λεφτά που βγάζουν (συνήθως περισσότερα από έναν ολόκληρο βασικό μισθό κάθε νύχτα). Ότι καλές αυτές οι "συνεργασίες" αλλά όσο κρατήσουν κράτησαν, και καλύτερα να μη ξέρει κανένας τίποτε. Ότι καλύτερα να μην της την "πέσω" ποτέ. "Άλλη όρεξη δεν έχει η κοπέλα με τη δουλειά που κάνει, να της την πέφτει και ο ταξιτζής" μου λέει χαρακτηριστικά. "Παντρεμένος είμαι, δεν ασχολούμαι", του απαντάω, "αλλά και να μην ήμουν, άλλη όρεξη δεν θα είχα κι εγώ με την δουλειά που κάνει".

Όλα αυτά κρατάνε τέσσερις μέρες, όπως είπα. Την επόμενη εβδομάδα είμαι πρωινός και η Μαρία έχει κανονίσει με άλλο συνάδελφο για τις μετακινήσεις της. Την μεθεπόμενη που ξαναδουλεύω απόγευμα, αρχίζουμε στραβά. Τη Δευτέρα μου τηλεφωνεί στις δύο παρά γιατί έχει πελάτη, ενώ ξέρει ότι παραλαμβάνω το ταξί στις τρεις.

Την Τρίτη μου λέει ότι δεν έχει δουλειά νωρίς, και θα ξεκινήσει μετά τις έξι, και μετά μου τηλεφωνεί στις τέσσερις να πάω ΤΩΡΑ να την πάρω. Την Τετάρτη πλέον ισχυρίζεται ότι δεν έχει δουλειά καθόλου, και δεν μου ξανατηλεφωνεί από τότε. Μάλλον καλύτερα, γιατί αφ' ενός τα λεφτά που μου δίνει τα νοιώθω κάπως "βρώμικα", αφ' ετέρου η τριβή με μια τέτοια επαγγελματία αφήνει μια στενάχωρη αίσθηση.

Καιρό μετά το συζητάω με συνάδελφο που σχεδόν ομοίως, μου διηγείται πως είχε κλείσει κάποτε συμφωνία να πηγαινοφέρνει κοπέλες "κονσομασιόν" σε μπαρ κοντινής πόλης κάθε μέρα.

-Της την έπεσες; με ρωτάει.

-Καθόλου, του απαντάω.

-Ίσως αυτό έφταιξε, μου λέει. Ίσως ήθελε μια επιβεβαίωση και από σένα ότι περνάει η μπογιά της. Ίσως και να ήθελε να σε πληρώνει σε είδος μια στις τόσες.

Δεν ξέρω. Δεν νομίζω. Πιστεύω ότι ο κουρασμένος της ψυχισμός την έχει κάνει παράξενη. Ίσως απλώς να ήθελε άλλου τύπου προσωπικότητα για οδηγό. Καλά να είναι όπου και να 'ναι η Μαρία, όπως και κάθε "Μαρία".

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Ολυμπιακή Φλόγα

Και ξαφνικά αυτό το ωραίο απόγευμα της Πέμπτης (τι ωραίο δηλαδή, ψιλοβρέχει όποτε θυμηθεί) επικρατεί κυκλοφοριακό χάος στη Θεσσαλονίκη. Μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. Ο λόγος αυτή τη φορά είναι το πέρασμα της Ολυμπιακής Φλόγας από την πόλη μας. Και δεν θα μας πείραζε και τόσο αυτό το μποτιλιάρισμα (με την "ιερή" και εθνικά εξυψωτική αιτία), αν δεν είχαμε ήδη τεντωμένα νεύρα από τα προηγούμενο καιρό με τις χαοτικές διασταυρώσεις με τα σβηστά φανάρια λόγω των διακοπών της ΔΕΗ.

Έχοντας ήδη περάσει δυο φορές από την Εγνατία και ξέροντας ότι η παραλιακή Λεωφόρος Νίκης και η Μητροπόλεως είναι κλειστές, με ότι αυτό συνεπάγεται (οι αλυσιδωτές αντιδράσεις του κυκλοφοριακού μας έχουν εντυπωσιακές ταχύτητες και μεγέθη), παίρνω τα "βουνά" και βρίσκομαι στην αγαπημένη μου πιάτσα Αγίων Αναργύρων στα κάστρα, ελπίζοντας οι πελάτες που θα με βρουν εκεί να μην κατευθύνονται στο κέντρο.

Ευσεβείς πόθοι. Μετά από λίγη ώρα αναμονής έρχεται η σειρά μου και επιβιβάζω δύο κυρίες.

-Στην Πλατεία Ελευθερίας (αρχές Μητροπόλεως) θα μας πάτε, λέει η μία.

-Θα προσπαθήσω, της απαντάω, γιατί έχει έρθει η Ολυμπιακή Φλόγα και τόσο η Μητροπόλεως όσο και η παραλιακή είναι κλειστές. Καταλαβαίνετε, επικρατεί χάος στο κέντρο.

-Μα στις 6:30 ήταν να περάσει, μου αντιγυρίζει. (η ώρα είναι 8:30). Γι' αυτό δεν κατεβήκαμε νωρίτερα.

-Κάπου θα καθυστέρησε, της λέω (στα διόδια ίσως;). Πάμε προς το κέντρο και θα δούμε μέχρι που θα φτάσουμε.

-Είναι κλειστή η κάθοδος; (η Ίωνος Δραγούμη) με ρωτάει.

-Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο συγκεκριμένο δρόμο. Πάμε και θα δούμε, ξαναλέω.

Απογοήτευση ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της, που μπορεί και να μην φτάσουμε εκεί ακριβώς που θέλει. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος πιστεύει πως τα ταξί είναι όχι μόνο παντός καιρού αλλά και υπεράνω νόμων και συνθηκών. Και πραγματικά έρχεται η "υποχώρηση" .

-Έ, καλά, και Ίωνος Δραγούμη με Τσιμισκή (40 μέτρα από την Πλατεία Ελευθερίας) να μας πάτε, δεν πειράζει. Έ Άννα; γυρίζει στην φίλη της. Εκείνη δεν μιλάει και δεν μπορώ να την δώ. Μιλάει όμως η σιωπή της. (ΟΧΙ. Να μας πάει εκεί που θέλουμε, αλλιώς γιατί πήραμε ταξί;)

Όταν λέω σε μερικούς πελάτες ότι μέχρι τον δεύτερο όροφο μπορώ να τους ανεβάσω με το ταξί (μέχρι τον τέταρτο αν είχα την μηχανή) έχω την εντύπωση ότι με πιστεύουν σε πρώτη φάση. Ευσεβείς πόθοι.

Για την ιστορία πάντως, φτάσαμε Ίωνος Δραγούμη με Τσιμισκή όπου εκείνες κατέβηκαν αφού είδαν με τα μάτια τους τον τροχονόμο που μας εμπόδισε να πάμε παρακάτω, κι εγώ έμεινα να παλεύω με τα κύματα των αυτοκινήτων, μαζί με τους υπόλοιπους τρελαμένους συμπολίτες που ξαφνικά μπορούσαν να πάνε ανατολικά μόνο μέσω της ήδη πολύπαθης Εγνατίας. Απ' ότι έμαθα αργότερα, κάποιος "επίσημος" δήλωσε ότι οι Θεσσαλονικείς ευχαριστήθηκαν πολύ με την διαδικασία άφιξης της Φλόγας. Είμαι σίγουρος πως δεν ρώτησαν τους οδηγούς.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Ξέρεις από ψάρι;

Πατέρας και γιος μπαίνουν κάπου στην Δελφών και μου ζητάνε να κατευθυνθούμε στο κέντρο.

-Που ακριβώς;

-Για φαγητό πάμε. Πήγαινε και θα δούμε. Μάλλον στην Αριστοτέλους θα μας αφήσεις.

Είναι απογευματάκι και έχει αρκετή κίνηση, οπότε έχουν χρόνο να πούνε τα δικά τους. Αποδεικνύεται ότι ο υιός είναι φοιτητής εδώ, ενώ ο πατέρας μάλλον Αθηναίος επιχειρηματίας κάποιου είδους. Και ενώ ήδη έχει αρχίσει να μου τη δίνει η πορεία της συζήτησης (ο πατέρας τον ρωτάει αν βρήκε τον ένα και τον άλλο καθηγητή που είναι γνωστός, και αν κάνει παρέα με τον τάδε συμφοιτητή που είναι γόνος του Χ πολιτικάντη), το θέμα ξαναγυρίζει στο φαγητό, καθώς πλησιάζουμε πλέον στο κέντρο. Οπότε ο υιός κάνει στον πατέρα, την ερώτηση που με αποτελειώνει:

-Σολομό τρως;

-Ξέρεις που έχει καλό σολομό; Θαυμάζει ο πατέρας.

-Βεβαίως, καμαρώνει ο γιος.

-Πάμε εκεί τότε.

-Στο λιμάνι θα μας πας τελικά, στο εστιατόριο ΧΧΧΧΧ, γυρνάει σ' εμένα ο γιος με ύφος.

Δάγκωνα ένα πρόχειρο σάντουιτς μπρικ/αστακό εκείνη την στιγμή, και δεν του απάντησα αναλόγως.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Πέντε δάχτυλα...άγνοια(;!)

Κινούμαι στη Μοναστηρίου προς τα δυτικά. Μπροστά μου έχω ένα Nissan δεκαπενταετίας με μια κοπέλα γύρω στα τριάντα στο τιμόνι, η οποία έχει ξεχάσει τα Alarm της ανοιχτά. Σημειώνω ότι έχει συνεπιβάτη και μάλιστα άντρα. Άσχετο τώρα αλλά θα χρειαστεί αργότερα στην ιστορία.

Βλέποντας ότι δεν τα σβήνει, κάποια στιγμή της ανάβω τα φώτα, με κοιτάζει απ' τον καθρέφτη και της κάνω με το χέρι νόημα για τα alarm. Εκείνη μου κάνει νόημα "τι θέλεις" και ξανακοιτάζει μπροστά της.

Σαν να μην έφταναν τα ξεχασμένα alarm, αρχίζει να αλλάζει και λωρίδες. Αν βγάζει φλας, προφανώς δεν φαίνεται. Αυτό μαζί με το γεγονός ότι δεν κοιτάζει καθρέφτες (δεν έχει δεξί εξωτερικό έτσι κι αλλιώς) την κάνει επικίνδυνη.

Της ανάβω τα φώτα πάλι. Αυτή τη φορά όταν με κοιτάζει από τον καθρέφτη της κάνω νόημα και με τα δύο χέρια. Πολύ καλύτερα αυτή τη φορά, γιατί εκνευρισμένα σηκώνει το χέρι και με μουντζώνει. Τα νεύρα μου. Αυτή νομίζει ότι της κολλάω.

Επιταχύνω, ελίσομαι, βρίσκομαι δίπλα της και στο φανάρι που μας πιάνει ανοίγω το παράθυρο και της λέω:

-Έχετε-Αναμένα-Αλάρμ!

Με κοιτάζει με ύφος πίσω από τα τεράστια ray-ban γυαλιά της (δεκαπενταετίας σαν το αυτοκίνητό της, αλά Τομ Κρουζ,Top Gun) και με μια μεγάλη επιδεικτική κίνηση πατάει τον διακόπτη και τα σβήνει. Ο τύπος δίπλα της δεν λέει τίποτε.

-Παρακαλώ, της λέω.

-Με ξανακοιτάζει σαν μυγάκι που κόλλησε στο μπαρμπρίζ της.

-Τι είπες; ρωτάει.

-Λέω παρακαλώ στο ευχαριστώ που μου είπατε, για το σινιάλο που σας έκανα για τα alarm, της απαντάω.

-Αυτό σημαίνει alarm; ρωτάει κάνοντας με το χέρι το νόημα που της έκανα τόση ώρα.

-Αυτό [κάνω νόημα] σημαίνει alarm, αυτό [κάνω άλλο νόημα] σημαίνει φώτα, και ΑΥΤΟ που κάνατε [μουντζώνω πίσω μου] σημαίνει ότι δεν έχετε καθόλου τρόπους.

Το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινάω. Την κοιτάζω από τον αριστερό καθρέφτη και προλαβαίνω να δω το στόμα της να σχηματίζει τη φράση: "Άντε μωρέ το μαλάκα".

Κάπου εδώ, εγώ παραιτούμαι...

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Υπεράριθμη ανοησία

Ιούλιος, Σάββατο, μεσημέρι, πηγαίνω σε κλήση στις Συκιές. Εκεί βρίσκω να με περιμένουν τέσσερις ενήλικες με τρία μωρά στην αγκαλιά.

-Θα πρέπει να καλέσετε και δεύτερο Ταξί, τους λέω. Είστε πολλοί.

Εδώ αρχίζουν τα κλασικά. Μα γιατί, δεν είναι ενήλικες, μετράνε για επιβάτες; θα τα πάρουμε στην αγκαλιά, θα τα κρύψουμε, θα χάσουμε το λεωφορείο, σας παρακαλώ κλπ κλπ.

Τους εξηγώ ότι εκτός από εντελώς παράνομο (το Ταξί όπως και το επιβατικό αυτοκίνητο μπορεί να πάρει τέσσερις επιβάτες + τον οδηγό ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από την ηλικία των επιβατών) είναι και άκρως επικίνδυνο. Τα παρακάλια συνεχίζονται και τελικά υποκύπτω. Ενημερώνω το ραδιοταξί (ώστε αν μας σταματήσουν και με γράψουν να έχω τουλάχιστον μια ελπίδα να πληρώσουν οι επιβάτες το πρόστιμο, όπως με διαβεβαιώνουν) και ξεκινάμε για τα ΚΤΕΛ Χαλκιδικής. Όπως είπα και στην αρχή, είναι Σάββατο μεσημέρι και η έξοδος της πόλης είναι γεμάτη αυτοκίνητα, αλλά και τροχονόμους που προσπαθούν να βάλουν μια τάξη στη μαζική έξοδο. Ευτυχώς οι αλλαγές λωρίδων μου "βγαίνουν", τα παιδάκια μένουν χαμηλά, και δεν μας σταματάει κανείς.

Καθώς πλησιάζουμε στα ΚΤΕΛ, ο πελάτης που κάθεται δίπλα μου ρωτάει:

-Πόσο βγαίνει να πάει κανείς με Ταξί στην Καλικράτεια;

Κάνω έναν πρόχειρο υπολογισμό (χιλιομετρική απόσταση Χ κόστος διπλής ταρίφας/χιλιόμετρο) και του λέω ένα ποσό κατά προσέγγιση, θεωρώντας ότι ρωτάει από περιέργεια. Λάθος:

-Θα μας πας μία μέχρι την Καλικράτεια;

Παίρνω βαθιά αναπνοή και μετράω όσα νούμερα θυμάμαι μέχρι το 10.

-Καλά ΤΙ σας λέω τόση ώρα; Αν, χτύπα ξύλο μακριά από μας, ο Θεός να φυλάει εμπλακούμε σε ατύχημα, ξέρετε τι θα γίνει εκεί πίσω που κάθεστε έξι άνθρωποι, οι τρεις μωρά; Τα παιδιά σας δεν τα λυπάστε; Για σκότωμα τα έχετε; Και βάζω εντελώς δεύτερο το τι θα μου κάνει η τροχαία, που κανονικά θα πρέπει να με μαστιγώσουν και να με κρεμάσουν για παραδειγματισμό. Είπαμε να σας κάνω μια εξυπηρέτηση και πάω τόση ώρα με την ψυχή στο στόμα μην τυχόν και συμβεί το παραμικρό, μη φρενάρω απότομα και χτυπήσετε, κι εσείς μου λέτε να βγούμε στον δρόμο Χαλκιδικής με τους χιλιάδες τρελαμένους;

Δεν ξαναμίλησε κανείς μέχρι που φτάσαμε στα ΚΤΕΛ και αποβιβάστηκαν.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Με "προφορά"

Είναι βράδυ καθημερινής, χειμώνας, και στο ταξί μπαίνουν τέσσερα παιδιά, μάλλον φοιτητές.

-Λαδάδικα, μου λένε, και για λίγο οι δύο από τους τέσσερις έχουν μια συζήτηση για κάποιο μάθημα (μέσα έπεσα, φοιτητές είναι), στην οποία συμπληρώνει κάτι ο τρίτος. Κάποια στιγμή αυτός που κάθεται ακριβώς πίσω μου, και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχει μιλήσει καθόλου, λέει στα αγγλικά, αλλά με λάθος σύνταξη και κάπως Ρωσική προφορά (όπως στις Αμερικάνικες κωμωδίες όταν το παίζουν Ρώσοι κατάσκοποι),

-Tell me, we are going to a club?

Ο δίπλα του, του απαντάει σε επίσης σκοτωμένα αγγλικά:

-No, it is like big cafe we are going, but with music. Εεεεεεε strong music.

Θεωρώντας ότι κάνουν πλάκα μεταξύ τους, και θέλοντας να συμμετάσχω κι εγώ, γυρνάω τις λέξεις όσο πιο Ρωσικοκατασκοπικά μπορώ να προσποιηθώ και λέω κι εγώ:

-Why are we talking English with a Russian accent?

Πέφτει σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα (ενώ περιμένω γέλια), και τελικά αυτός που κάθεται δίπλα μου, λέει δείχνοντας το παλικάρι που κάθεται πίσω μου:

-Το παιδί δεν είναι από εδώ. Είναι από το εξωτερικό!

Ουπς.

Μερικές φορές καλύτερα να μασάς...

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Πολλαπλασιασμός

[ Στην παρακάτω ιστορία, σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι οι κάτοικοι του Δενδροποτάμου εμπλέκονται στο σύνολό τους σε παράνομες ή ανήθικες πράξεις. Αντιθέτως έχω μεταφέρει εκεί πολύ συμπαθείς ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου. Είναι κλασικά οι λίγοι που βγάζουν το όνομα στους υπόλοιπους. Και μετά, κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.]


Παραλαμβάνω την κοπέλα που έχει κάνει κλήση από την αστυνομία του Δενδροποτάμου. Για την ακρίβεια, ενώ στις κλήσεις ζητάνε ταξί στο αστυνομικό τμήμα , δεν έχουν τηλεφωνήσει ποτέ από εκεί. Αναφέρουν όμως την αστυνομία σαν "στίγμα", προκειμένου να μας πείσουν να ανταποκριθούμε στην κλήση. Και αυτό γιατί στην περιοχή έχουμε πάθει διάφορα. Από πιτσιρίκια που ορμάνε στο ταξί, ανοίγουν τις πόρτες και βουτάνε ότι μπορούν ή απλώς πετάνε πέτρες, μέχρι...αφήστε καλύτερα. Δεν είναι του παρόντος
post. Παραλαμβάνω λοιπόν την κοπελιά, (κοντά στα είκοσι πέντε η ηλικία της), όχι μπροστά από την αστυνομία αλλά καμιά τριανταριά μέτρα παραπέρα. Με βλέπει που σταματάω στο τμήμα και μου κάνει νόημα ότι αυτή κάλεσε ταξί. Μπαίνει και κάθεται δίπλα μου.
-Καλησπέρα. Που θα πάμε;
-Στον Βενιζέλο.
-Εννοείς στο άγαλμα στην Εγνατία με Αριστοτέλους ή στην οδό Βενιζέλου;
-Εκεί στην Αριστοτέλου.
Ξεκινάμε λοιπόν για το κέντρο. Κάποια στιγμή βάζει το χέρι κάτω από την φαρδιά πλεχτή μπλούζα που φοράει και βγάζει λεφτά (από το σουτιέν της λογικά) τα οποία αρχίζει να μετράει. Βλέπω την κίνηση με την άκρη του ματιού μου αλλά τα μάτια μου είναι στο δρόμο και όχι στα λεφτά της ή στην ίδια. Κάποια στιγμή σταματάει ή τελειώνει το μέτρημα και κοιτάζει μπροστά σαν να σκέφτεται, με τα λεφτά στο χέρι.
Ξαναμετράει.
Δεύτερος γύρος σκέψης.
Τελικά γυρνάει, με κοιτάζει και ρωτάει:
-Πενήντα εικοσάρικα πόσα λεφτά είναι;
Είμαστε σταματημένοι σε φανάρι, οπότε γυρίζω και την κοιτάζω καθώς απαντάω:
-Χίλια ευρώ.
Και μόνο τότε τα μάτια μου πέφτουν στο "πακέτο" με τα λεφτά που μετράει τόση ώρα, και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι μια ακαδημαϊκή ερώτηση. Κρατάει χίλια ευρώ σε εικοσάρικα.
Ικανοποιημένη από την απάντηση βάζει τα λεφτά πίσω στη θέση τους κάτω από την μπλούζα, βάζοντας το χέρι από την πάνω πλευρά (του ντεκολτέ) αυτή τη φορά. Όταν τελικά φτάνουμε, με πληρώνει με άλλα λεφτά που βγάζει από ένα πορτοφολάκι.


Αυτό είναι που λένε "πλούσιο στήθος";

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

Ξενέρωτος

Οι τέσσερις κυρίες (γύρω στα πενήντα η ηλικία τους) μπαίνουν από το Βαρδάρι και κατευθύνονται Αμπελόκηπους. Ασχημούλες, και με βλέμμα "κουτοπόνηρης κακίας". Ξεκινούν αμέσως να μιλάνε σε κάποια ξένη γλώσσα, μάλλον "ανατολικού μπλοκ". Και πάνω που αρχίζω και σκέφτομαι ότι παρά τη μικρή απόσταση θα ακούσω πολύ μπλα-μπλα, γιατί ήδη χαζογελάνε μεταξύ τους και με κοιτάζουν ("νοιώθω" τα βλέμματά τους στον κεντρικό καθρέφτη), σταματάνε απότομα καθώς εκείνη που έχει καθίσει μπροστά δίπλα μου, η χειρότερη ίσως απ' όλες γυρίζει και μου λέει:

-Βάλαμε στοίχημα με τις φίλες μου αν μπορώ να φιλήσω τον ταξιτζή, (χάχαχα οι φίλες)

-Έπρεπε να βρείτε έναν ελεύθερο ταξιτζή για να βάλετε αυτό το στοίχημα. Εγώ είμαι παντρεμένος, είναι η σχετικά ήπια απάντησή μου, γιατί αυτοί οι εφηβο-παλιμπαιδισμοί με ενοχλούν ανεξαρτήτως φύλου. Ειδικά όταν προέρχονται από μεσήλικες+.

-Ε τι σημασία έχει; Άλλο αυτό. Κι εγώ παντρεμένη είμαι.

-Κοιτάξτε, δεν ξέρω πως το έχετε στα μέρη σας, αλλά εδώ όταν σου λέει κάποιος δεν θέλω πάρε-δώσε είμαι παντρεμένος, τον αφήνεις στην ησυχία του.

-Ε δεν είπαμε και τίποτε. Ένα φιλάκι για το στοίχημα να μου δώσεις μόνο. (Επιμένει!)

-Το στοίχημά σας, ή θα το χάσετε, ή να σας αφήσω να πάρετε άλλο ΤΑΞΙ με πιο "φιλελεύθερο" οδηγό, της λέω και κόβω κάπως ταχύτητα.

-Όχι όχι δεν πειράζει, πάμε τώρα, μουτρώνει αυτή και λέει κάτι στις φίλες της. Δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα, αλλά από τον τόνο της φαντάζομαι κάτι του τύπου: "Σε ξενέρωτο πέσαμε".

Καλύτερα ξενέρωτος παρά με τα νερά σου.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Το αίνιγμα των ΕΛΤΑ

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες "σοβαρές" ιστορίες, είπα να βάλω αυτό το "σετάκι" φωτογραφιών. Για να μη ξεχνάμε και που ζούμε. Και για να ξορκίζουμε το κακό με λίγο γέλιο...

Το ταχυδρομικό αυτό κουτί το πρόσεξα περιμένοντας σε "κλήση" του ραδιοταξί.




Τρεις εξηγήσεις μπορώ να δώσω για το "κείμενο":

α) Ο νομοθέτης χρησιμοποίησε το "τοιχοκόλληση" αντί για το "αφισοκόλληση" επειδή ο νόμος αφορά κατά βάσην τοίχους, όπου κολλάνε και άλλα πράγματα εκτός από αφίσες.

β) Αποτελεί οδηγία για τους εγκαταστάτες του κουτιού. Μην το κολλήσετε στον τοίχο.

γ)Απαγορεύει στους περαστικούς ορεξάτους χτίστες να χτίσουν/κολλήσουν έναν τοίχο στο κουτί.