Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

Στυλιανός ο Βαρύμαγκας

Το παρακάτω βιντεάκι δεν καταγράφηκε με σκοπό να μπει στο Blog. Ήταν μια εγγραφή "ιδιωτικής" χρήσης. Εξάλλου, η μαγνητοσκόπηση και προβολή προσώπων χωρίς την άδειά τους, είναι παράνομη. Δεδομένου όμως ότι έχουν περάσει μήνες από το συμβάν, και το πρόσωπο λόγω σχετικά κακής ποιότητας λήψης δεν φαίνεται και απολύτως καθαρά, αποφάσισα να το μοιραστώ μαζί σας.
Η εγγραφή έχει γίνει με την κάμερα του κινητού, οπότε δεν είναι και η ποιοτικότερη όπως είπα. Ίσως χρειαστεί να δυναμώσετε τον ήχο, καθώς, εγώ μεν μιλάω όσο πιο "πριμαριστά" και καθαρά γίνεται (προκειμένου να με καταλαβαίνει ο μεθυσμένος πελάτης μου), αλλά ο ίδιος είναι μπάσος και αργόσυρτος στην ομιλία του.

Τί έχει συμβεί μέχρι τη στιγμή που αρχίζει η εγγραφή:

Ιανουάριος 2008, γύρω στις 3 τα ξημερώματα. Κατεβαίνω την Αγίων Πάντων, με σκοπό να πάω να κλείσω σιγά σιγά. Ο τύπος που μου σηκώνει το χέρι παραπατάει λίγο σαν να έχει πιει. Είναι ψηλός και ογκώδης, κοντά στα εξήντα ίσως, αλλά καλοστεκούμενος. Πλησιάζω και εξετάζω το βλέμμα του. Δεν μου εμπνέει ανησυχία. (Γενικά ψυχολογώ τους ανθρώπους, κυρίως από τα μάτια τους, με σχετική επιτυχία, αλλά τα τελευταία έξι χρόνια που οδηγάω ταξί, η "ικανότητα" αυτή έχει γίνει "εργαλείο" της δουλειάς.)
Σταματάω και επιβιβάζεται. Έχει πιει όντως, ούζο.
-Γεια σου φιλάρα. Τί κάνουμε; Όλα καλά; λέει με το που μπαίνει.
-Όλα καλά, του απαντάω φιλικά. Πού θα πάμε;
-Στα ΚΤΕΛ τράβα, και θα σου πω, μου λέει. Εκεί στη γέφυρα.
Ανησυχητικό αυτό, καθώς κοντά στη γέφυρα που λέει, είναι και ο Δενδροπόταμος, περιοχή στην οποία δεν θα ήθελα να μπω βραδιάτικα.
Βγαίνουμε στη Μοναστηρίου. Καθώς επιταχύνω, μου δείχνει ένα περίπτερο.
-Σταμάτα, σταμάτα εδώ, μου λέει.
Σταματάω. Ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει τον περιπτερά. Το παλικάρι βγαίνει, τον βλέπει και έρχεται κοντά χαμογελώντας.
-Τί κάνεις Στελάρα; του λέει. Πού χάθηκες;
-Ε ξέρεις τώρα, αρχίζει ο πελάτης μου, και ξεκινάνε ψιλοκουβεντούλα για ένα δυο λεπτά.
-Να σου φέρω τίποτε; τον ρωτάει ο περιπτεράς.
-Έ όχι μωρέ, λέει ο "Στελάρας". Να, κανένα χυμό, και τσιγάρα.
Ο περιπτεράς κάνει να φύγει προς το περίπτερο, όταν ο Στελάρας προσθέτει:
-Και κανένα μπισκοτάκι.
Πραγματικά ο περιπτεράς επιστρέφει σε λίγο με τσιγάρα, χυμό και μπισκότα. Τα δίνει στον πελάτη μου που τα παίρνει, τα βάζει στις τσέπες του και τον χαιρετά. Λεφτά δεν του δίνει.
-Άντε πάμε, μου λέει.
Ξεκινάμε. Ο Στελάρας δεν κρατιέται.
-Εεεε παραδέχεσαι; Τον Στυλιανό τον ξέρουν όλοι και τον προσέχουν. Καλά, δε με γνώρισες;
-Δεν έτυχε, του λέω. Αλλά πάλι, δεν συγκρατώ και πρόσωπα εύκολα, οπότε δεν είναι παράξενο. (Πάγια τακτική με τους μεθυσμένους, να πηγαίνω με τα νερά τους. Ένας μεθυσμένος μπορεί να στραβώσει πολύ εύκολα, ακόμη και χωρίς κανένα λόγο).
-Είδες πώς με αγαπάνε εεεε; Ο Στυλιανός είναι παλικάρι, συνεχίζει ο δικός μου.
-Πραγματικά, το βλέπω, του λέω. Και δεν είναι ψέματα. Καθώς μιλάει, βάζει σε αρκετές φάσεις φιλικά το χέρι του στον ώμο μου. Έχει χέρια σαν εικοσάκιλες βαριοπούλες, με δάχτυλα χοντρά σαν λουκάνικα, και άγρια από τη χειρονακτική εργασία.
Πηγαίνουμε λίγο παρακάτω, και κάπου εδώ βγάζω το κινητό και ξεκινάω την εγγραφή που θα παρακολουθήσετε.

Να προσθέσω μόνο, πριν δείτε το βίντεο, ότι τελικά σταματάμε μεταξύ ΚΤΕΛ και Δενδροποτάμου (μόλις στρίβουμε από τη Μοναστηρίου), σε έρημο σημείο όπου για κακή μου τύχη οι λάμπες του δρόμου δεν ανάβουν. Όταν βλέπω ότι βγάζει και αρχίζει μετράει κέρματα, τα οποία είναι λιγότερα από δύο ευρώ συνολικά, τον προτρέπω να κατέβει χωρίς να με πληρώσει, προκειμένου να φύγω από εκεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Όπως θα δείτε ματαίως, καθώς με έχει συμπαθήσει και έχει όρεξη για κουβέντα.
Το τελικό μου "σχόλιο" πριν διακόψω την εγγραφή, μου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα. (Με την καλή έννοια :) )

Edit: Μετά από πιο ώριμη σκέψη αφαίρεσα το video. Η εικόνα δεν είναι και ΤΟΣΟ θολή. Αν την επεξεργαστώ και την "πειράξω" , ίσως την ανεβάσω ξανά. Edited...
Όσοι το είδαν, το είδαν, ελπίζω κανείς που να μπερδέψει τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Ή άλλων.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

"Ντελφών"

Αργά το βράδυ στην πιάτσα Κορδελιού, πλησιάζουν το ταξί ένας τύπος κοντά στα πενήντα μαζί με μια μαύρη κοπέλα. Από τους δυο τους επιβιβάζεται μόνο η κοπέλα, η οποία είναι ντυμένη με τα ρούχα της "δουλειάς". Ένα φορεματάκι με στρας δηλαδή, από αυτά που δίνουν έμφαση σε όσα κρύβουν, και δεν κρύβουν πολλά. Μάλλον εργάζεται σε κάποιο από τα "ελληνάδικα, ποτάδικα, ξενυχτάδικα κ***μπαρα" της περιοχής, και αυτός που την έφερε, αν δεν είναι του μαγαζιού, είναι κάποιο από τα καψούρια της. Από την στάση του, μάλλον ισχύει το δεύτερο.
Η κοπέλα κάθεται δίπλα μου μπροστά (τα κορίτσια της νύχτας κάθονται σχεδόν πάντα μπροστά) και μου λέει:
-Ντελφών (Δελφών).
-Βέβαια, της λέω.
-Do you speak English? (Τα Αγγλικά της έχουν μάλλον Αφρικανική, δυσνόητη προφορά)
-I do. (Οι διάλογοί μας συνεχίζονται στα Αγγλικά πλέον, αλλά τους παραθέτω μεταφρασμένους για πρακτικούς λόγους)
Ξεκινάμε, και στα πενήντα μέτρα συναντάμε μπλόκο της αστυνομίας. Δεν μας δίνουν σημασία, αλλά η κοπελιά ψάχνεται ανήσυχη.
-Πρέπει να βάλω ζώνη; ρωτάει.
-Αν δεν θέλετε να πληρώσετε 350 ευρώ πρόστιμο, της απαντάω.
-Ουυυυυ όχι όχι, λέει με το χαρακτηριστικό νέγρικο τρόπο.
Φοράει τη ζώνη και μου λέει δείχνοντας το ταξίμετρο.
-Αυτό άρχισε από "ένα πέντε".
Αναφέρεται στη "σημαία", το σημείο εκκίνησης του ταξιμέτρου, στο 1,05 ευρώ. Από τον τρόπο που το λέει, θεωρεί ότι μπορεί και να την κλέβω, και περιμένει να δει τι θα της απαντήσω.
-Ναι, από 1,05 ξεκινάει εδώ και λίγους μήνες, της λέω ατάραχος (και κάνοντας ότι δεν κατάλαβα). Ξεκινούσε από το 1 ευρώ, αλλά μας έκαναν αύξηση.
-Ουυυυ βγάζετε πολλά λεφτά δηλαδή.
-Εκατομμύρια.
Κάποια στιγμή ακούγεται η εκφωνήτρια να κάνει κλήση κάπου στη Δελφών. Η κοπελιά ανακάθεται.
-Ντελφών είπε αυτή; ρωτάει καχύποπτα.
-Ναι, της απαντάω.
Το σκέφτεται λίγο και στα όρια της υστερίας ξαναρωτάει:
-Γιατί είπε Ντελφών;
-Γιατί κάποιος κάλεσε ταξί από εκεί.
Με κοιτάζει έντονα.
-Σύμπτωση είναι, της λέω. Κάποιος στη Δελφών θέλει ταξί.
Φαντάζομαι πως η καχυποψία της γενικά είναι τόση, που πιστεύει πως με κάποιο τρόπο το κέντρο ξέρει ότι πηγαίνουμε στη Δελφών, και το ανακοινώνει στον αέρα. Γιατί να γίνεται κάτι τέτοιο, και γιατί να ανησυχεί γι' αυτό, δεν καταλαβαίνω. Η στάση της όμως, αρχίζει και μου τη δίνει.
-Πού περίπου πηγαίνουμε στη Δελφών; τη ρωτάω.
-Εσύ πήγαινε στη Ντελφών και θα σου πω όταν φτάσουμε. Γιατί ρωτάς;
Άντε πάλι.
-Ρωτάω γιατί πρέπει να ξέρω. Αν γίνει κάποια κλήση στη Δελφών, πρέπει να πω στο κέντρο που βρίσκομαι και που αποβιβάζω.
Για μια ακόμη φορά μένει να με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει αν λέω αλήθεια. Αυτή η κοπέλα πρέπει να έχει ακούσει πολύ ψέμα, ή/και να λέει ψέματα με κάθε ευκαιρία.
-Θα μου πείτε πού περίπου πάμε; επιμένω.
-Αρχή Ντελφών, απαντάει επιτέλους.
Με τα πολλά φτάνουμε στη Δελφών. Σταματάω εκεί που μου λέει.
-Πόσο; ρωτάει.
Της δείχνω το ταξίμετρο.
-8,20 ευρώ, της λέω.
Βγάζει ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ και μου το προτείνει νευρικά. Το κοιτάζω και μετά κοιτάζω την ίδια.
-Όλη την πόλη διασχίσαμε, γιατί δεν μου είπατε ότι έχετε κατοστάρικο να το χαλάσουμε; Αν τώρα δεν έχω ρέστα τι θα κάνουμε;
Μαζεύει λίγο το αγέρωχο ύφος της.
-Δεν έχω άλλα λεφτά, μόνο αυτό, απαντάει απολογητικά.
Ευτυχώς, εκείνη τη μέρα έχω μαζί και το ταμείο του ταξί, οπότε έχω αρκετά για να της δώσω ρέστα. Παίρνω το κατοστάρικο στα χέρια μου και το κοιτάζω. Η "ασημοτυπία" είναι χτυπημένη, σαν να τσαλακώθηκε έντονα εκεί και δεν φαίνεται καλά. Κακό σημάδι αυτό. Ξύνω το σημείο που κανονικά είναι ανάγλυφο. Δεν είναι. Σηκώνω το χαρτονόμισμα και το κοιτάζω στο φως. Η ταινία ασφαλείας φαίνεται αχνή, και δεν έχει τα μικροσκοπικά γράμματα που αναγράφουν την αξία του χαρτονομίσματος. Το υδατογράφημα δεν υπάρχει.
-Είναι πλαστό, της λέω και της το δίνω πίσω.
-Τι;
-Είναι πλαστό (counterfit). Fake, not OK, not real.
Το παίρνει μαγκωμένη. Δεν είμαι σίγουρος αν το ξέρει και πήγε να μου το "πασάρει" ή της το έδωσαν και δεν το έλεγξε. Το τσαλακώνει, το ισιώνει και το ξανακοιτάζει.
-Καλό είναι, μου λέει.
Τα νεύρα μου. Βγάζω ένα εικοσάρικο και τα συγκρίνω δείχνοντας της να το καταλάβει.
-Κοίταξε, της λέω. Το ασημένιο εδώ είναι ψεύτικο. Το ανάγλυφο δεν υπάρχει. Η ταινία ασφαλείας δεν γράφει 100 ευρώ. Το υδατογράφημα δεν υπάρχει. Βλέπεις στο εικοσάρικο που όλα αυτά είναι εντάξει; Αυτό το κατοστάρικο ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΣΤΟ. Αν δεν έχεις λεφτά, θα σε πάω εκεί από όπου σε πήρα, ή ακόμη καλύτερα, στην αστυνομία να το παραδώσεις.
Ταράζεται.
-Κάτσε να δω, έχω εδώ κάτι λεφτά, λέει, και αρχίζει να ψάχνει στην τσάντα της. Καταφέρνει τελικά να ψαρέψει 7 ευρώ και μου τα δίνει κοιτάζοντάς με παρακλητικά.
-Μόνο αυτά βρήκα.
Παρά τα όσα προηγήθηκαν, την λυπάμαι. Επίσης, καμία όρεξη δεν έχω να τρέχω στις αστυνομίες. Για δουλειά βγήκα, όχι για δίωξη πλαστογραφημένων τραπεζογραμματίων.
-Εντάξει, θα κρατήσω 7, μην τρέχουμε τώρα, της λέω. Αλλά αυτό το κατοστάρικο μην προσπαθήσετε να το δώσετε αλλού. Όλοι ελέγχουν τόσο μεγάλα χαρτονομίσματα και θα σας φέρουν σίγουρα την αστυνομία. Αν ξέρετε ποιος σας το έδωσε, να του το πάτε πίσω.
-Το αφεντικό μου το έδωσε, απαντάει αυτή και το βλέμμα της θολώνει. Αυτή τη φορά μάλλον σκέφτεται ότι το αφεντικό της προσπάθησε να την ξεγελάσει.
Κατεβαίνει και απομακρύνεται με γρήγορα βήματα. Ίσως φοβάται μην αλλάξω γνώμη.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

"Μπαρντάρι"

Για μια ακόμη φορά να τονίσω ότι ΔΕΝ είμαι ρατσιστής καμιάς μορφής. Παρατηρώ τα φαινόμενα, και βλέπω παρόμοιες συμπεριφορές από άτομα ομοειδών κοινωνικών ομάδων. Αναπόφευκτα.

Για πρώτη πρωινή διαδρομή, παίρνω μια κλήση από το παλιό τέρμα της Μενεμένης. Οι πελάτισσες είναι δύο κοπέλες. Κάθονται η μία μπροστά και η άλλη πίσω. Αυτή που κάθεται μπροστά, φοράει μίνι, και προσπαθεί να το κρατήσει χαμηλά καθώς κάθεται. Τι να κρατήσει δηλαδή, είκοσι εκατοστά μήκος έχει, πόσο να το τραβήξει; Ίσα ίσα που με την κίνησή της, τραβάει την προσοχή μου σ'αυτό.
Εννέα στις δέκα φορές, όταν φιλενάδες κάθονται "μπρος-πίσω", με αυτή που κάθεται μπροστά να είναι η προκλητικότερα ντυμένη, πρόκειται για αλλοδαπές κάποιας βαλκανικής ή ανατολικοευρωπαϊκής χώρας. Γιατί συμβαίνει αυτό δεν ξέρω. Ίσως έτσι πιστεύουν ότι αποθαρρύνουν τον ταξιτζή από το να σταματήσει για δεύτερη μίσθωση, βάζοντας παράλληλα το "μίνι" της μπροστινής να κάνει και δημόσιες σχέσεις μαζί του. Από την άλλη, και μόνες τους όταν μπαίνουν, όσο προκλητικότερα είναι ντυμένες, τόσο πιθανότερο είναι να διαλέξουν τη θέση του συνοδηγού. Μπορεί να θέλουν να ψαρέψουν κοπλιμέντα. Μπορεί και τίποτε περισσότερο καμιά φορά :)
-"Μπαρντάρι" (Βαρδάρι), μου λέει με βαριά προφορά αυτή με το μίνι, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου για την καταγωγή τους. Στη συνέχεια της διαδρομής συνεχίζει να μιλάει δυνατά και έντονα σε κάποια άγνωστη γλώσσα με την φίλη της στο πίσω κάθισμα ξεκουφαίνοντας με. Αφού ήταν να το συζητήσετε, γιατί δεν καθίσατε δίπλα δίπλα;
-Τι νούμερο είναι το σταθμό; με ρωτάει ξαφνικά.
-Εννοείτε την διεύθυνση; Μοναστηρίου πόσο; ρωτάω εγώ.
-Ναι.
-Δεν ξέρω. Είκοσι οκτώ, τριάντα; Θα σας γελάσω.
-Θέλουμε να πάμε Κατερίνη μετά γι' αυτό ρωτάω, μου λέει.
Ο εγκέφαλός μου βραχυκυκλώνει για λίγο.
-Θέλετε τη διεύθυνση του σταθμού για να δώσετε ραντεβού εκεί να πάτε Κατερίνη; ρωτάω τελικά.
-Όχι, το τραίνο να πάρουμε για Κατερίνη.
-Το τηλέφωνο του σταθμού θέλετε, όχι το νούμερο του δρόμου! καταλαβαίνω επιτέλους.
-Εεεε ναι.
-Για να δω λίγο. Πρέπει να το έχω.
Ψάχνω στο κινητό μου.
-Μπορείς να πάρεις εσύ να ρωτήσεις τι ώρα έχει για Κατερίνη; μου λέει ανυπόμονα. Έντεκα θέλουμε. (ΚΑΙ παραγγελία η ώρα του τραίνου).
-Καθίστε να το βρω πρώτα. (Φυσικά δεν περιμένω να πληρώσει το τηλεφώνημα, αλλά και η ίδια δεν κάνει νύξη. Τέλος πάντων).
Τελικά δεν έχω το τηλέφωνο. Θυμάμαι ότι το εξαψήφιο του σταθμού της Θεσσαλονίκης, έχει αντικατασταθεί από πανελλαδικό τετραψήφιο ή πενταψήφιο. Ποιο είναι όμως, δεν θυμάμαι.
Στο μεταξύ πλησιάζουμε στο Βαρδάρι. Είμαστε στο ύψος του εργοταξίου του μετρό, απέναντι από το ξενοδοχείο Καψής, όταν ξαφνικά αυτή που κάθεται πίσω λέει μέσα απ' τα δόντια της:
-Εντώ εντώ.
-Εδώ είπατε; ρωτάω κόβοντας ταχύτητα. Δεν μου απαντάει καμιά τους. Για τα επόμενα εκατό μέτρα περίπου είναι αδύνατον να σταματήσει κανείς χωρίς να διακόψει την κυκλοφορία. Για καλή μου τύχη όμως, τρία μέτρα μπροστά είναι η είσοδος του εργοταξίου, στην οποία μπορώ να μπω και να σταματήσω για λίγο.
-Μου είπατε να σταματήσω εδώ; ξαναρωτάω. Και πάλι δεν παίρνω απάντηση.
Πίσω μου έχω λεωφορείο, και πρέπει να πάρω μια απόφαση. Μπαίνω στην εσοχή και σταματάω.
-Εδώ είπατε, σωστά; ρωτάω για τρίτη φορά.
-Ναι, ναι. λέει η μπροστά. Πόσο κάνει;
-2,90 συν 1,60 η κλήση, 4,5 ευρώ.
Η πίσω βγάζει και μου δίνει κάτι κέρματα. Ταυτόχρονα στο παράθυρο έρχεται ένας εργάτης του μετρό και κάτι μου λέει.
Κοιτάζω τα κέρματα. Είναι 3,40.
-4,50 ευρώ σας είπα, της λέω και ταυτόχρονα ανοίγω το παράθυρο να δω τι θέλει ο τύπος του μετρό.
-Άντε ρε φύγε, εσένα περιμένει το φορτηγό για να βγει, μου λέει με ύφος αυτός.
-Καλά ρε φίλε θα φύγω, κατεβαίνουν οι κοπέλες, του απαντάω εκνευρισμένος, καθώς έχω πετύχει πολλές φορές εργαζόμενους του μετρό να φέρονται λες και οι δρόμοι τους ανήκουν, βγαίνοντας και κλείνοντας το δρόμο με καρότσια γεμάτα μπάζα, φορτηγά, ακόμη και με τα πόδια απλώς περνώντας το δρόμο, αδιαφορώντας για τους πάντες και τα πάντα γύρω τους. Η κάσκα και το φωσφορούχο γιλεκάκι μάλλον επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης.
Στο μεταξύ η κοπέλα πίσω έχει πάρει πίσω τα κέρματα, και μου προτείνει ένα χαρτονόμισμα. Γυρίζω και κοιτάζω. Είναι πενηντάρικο.
-Δώστε τα κέρματα και κατεβείτε, της λέω. Ξέρω βέβαια ότι το πιθανότερο είναι να το κάνει επίτηδες προκειμένου να μην πληρώσει την διαδρομή κανονικά. Το κόλπο "μεγάλο χαρτονόμισμα-ανεπαρκή ψιλά-στο λέω τελευταία στιγμή", είναι κλασικό.
Κάνουν να κατέβουν, αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η μπροστά με το μίνι, γυρίζει καθώς ανοίγει την πόρτα, και μου λέει:
-Μήπως έχεις κάρτα δική σου; Να σε πάρουμε τηλέφωνο;
Μόνο αυτό μου έλειπε.
-Όχι, μόνο κάρτες του ραδιοταξί έχω, της απαντάω. Κατεβείτε γρήγορα σας παρακαλώ, ενοχλούμε.
Κατεβαίνουν και φεύγω. Ευτυχώς, δεν θεωρώ ότι ο πρώτος πελάτης καθορίζει την εξέλιξη της ημέρας, αλλιώς θα πήγαινα να το κλείσω. Έχω εκνευριστεί όμως τόσο, ώστε στο επόμενο φανάρι να ανοίξω το wordpad και να ξεκινήσω τη συγγραφή αυτού του post.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Strangers, in a Strange Land

Η κλήση γίνεται από truck parking. Τα truck parking είναι βενζινάδικα με μεγάλους χώρους πάρκινγκ, όπου φορτηγατζήδες, Έλληνες και ξένοι, κάνουν στάση για καύσιμα, φαγητό και ύπνο χωρίς να ανησυχούν για την ασφάλεια των ίδιων και των φορτίων τους. Η κλήση είναι με επιστροφή. Θα πάω δηλαδή τους πελάτες κάπου, και θα τους ξαναγυρίσω πίσω. Απλό; Όχι πάντα.
Πηγαίνω και παραλαμβάνω δυο αλλοδαπούς φορτηγατζήδες. Ο "υπεύθυνος" του βενζινάδικου, μου εξηγεί:
-Θα τους πας σε μια τράπεζα, θα σου πούνε αυτοί έχουν ξαναπάει, για να βγάλουν λεφτά, και μετά θα τους φέρεις πίσω.
-Σε ποιά τράπεζα;
-Ξέρουν αυτοί, σιγά σιγά πήγαινε και θα σου δείξουν.
Ξεκινάμε. Γυρνάω και τους κάνω νόημα να μου δείξουν που να πάω, αλλά μου επιστρέφουν ένα χείμαρρο λέξεις και χειρονομίες. Αγγλικά ΔΕΝ ξέρουν λέξη φυσικά.
-"Ότομπανκ", μου λέει ο ένας και μου δείχνει την κάρτα.
-Visa; ρωτάω. (Τι στο καλό, αυτό είναι κοινό σε όλες τις γλώσσες).
-Visa! συμφωνεί αυτός. "Ότομπανκ". (ότο=αυτόματο + μπανκ=τράπεζα =>ΑΤΜ υποθέτω).
Τους πηγαίνω στην κοντινότερη τράπεζα, και πραγματικά με το που βλέπουν το ΑΤΜ το δείχνουν και γελάνε ανακουφισμένοι. Εδώ είμαστε.
Κατεβαίνουν και παιδεύονται με το μηχάνημα. Καθώς αναρωτιέμαι πώς θα τα καταφέρουν αφού δεν ξέρουν ελληνικά ή αγγλικά, ο ένας έρχεται και με φωνάζει. Προφανώς χρειάζονται βοήθεια τελικά.
Κατεβαίνω από το ταξί και πηγαίνω στο ΑΤΜ. Κατόπιν υπόδειξής τους (το γράφουν πάνω στη σκόνη που έχει μαζέψει η οθόνη του ΑΤΜ) ζητάω από το μηχάνημα 1000 ευρώ. "Ανεπαρκές υπόλοιπο". Προσπαθώ ξανά για 500, 200, 100 ευρώ. Τίποτε. Αποδεικνύεται ότι καμία από τις δύο κάρτες που κουβαλάνε δεν έχει υπόλοιπο.
Χειρονομίες και πάλι. Δεν έχει λεφτά. "No money NOOO MO-NE-Y".
Μάλλον με καταλαβαίνουν γιατί βγάζουν τα κινητά τους και αρχίζουν να τηλεφωνούν σαν μανιακοί σε κάποιον. Αυτός ο κάποιος όμως δεν απαντάει.
-"Νταβάριτς", μου λέει ο ένας, και συνεχίζει με έναν καινούριο χείμαρρο λέξεων. Αν καταλαβαίνω καλά θέλουν να δοκιμάσουμε και σε άλλη τράπεζα.
Πίσω στο ταξί. Ξέρω, αλλά δεν μπορώ να τους το εξηγήσω, ότι αν δεν υπάρχει υπόλοιπο στις κάρτες, όσα ΑΤΜ και να δοκιμάσουμε λεφτά δεν θα βγάλουμε.
Σταματάμε σε άλλη τράπεζα. Η ίδια ιστορία. Επιστρατεύονται τα κινητά τους και αυτή τη φορά ο ένας καταφέρνει να μιλήσει με κάποιον. Φωνάζει και αφρίζει, ενώ ο άλλος τον σιγοντάρει. Ξαφνικά χτυπάει και το δικό μου κινητό. Είναι η εκφωνήτρια του ραδιοταξί. Ο υπεύθυνος τουTruck parking έχει ανησυχήσει, καθώς λείπουμε περισσότερη ώρα από την αναμενόμενη, και έχει τηλεφωνήσει να μάθει τι γίναμε. Η εκφωνήτρια προφανώς με έχει ψάξει στο CB, αλλά εγώ είμαι εκτός αυτοκινήτου. Ευτυχώς τα κινητά μας υπάρχουν καταχωρημένα στο ραδιοταξί.
Της εξηγώ τι συμβαίνει, κι εκείνη τα μεταφέρει στον τύπο. Σπασμένο τηλέφωνο. Δεν καταλήγουμε πουθενά.
-Ρώτησέ τον σε παρακαλώ, της λέω, τι να τους κάνω εγώ τώρα τους ανθρώπους. Λεφτά πάντως δεν πρόκειται να πάρουν από αυτές τις κάρτες. Να τους πάω πίσω να τελειώνουμε;
Γίνεται η ερώτηση και φυσικά ο άνθρωπος της λέει να τους επιστρέψω εκεί.
Οι φορτηγατζήδες έχουν ανάψει τσιγάρο και το συζητάνε. Τους κάνω νόημα, ξαναμπαίνουμε στο ταξί, και επιστρέφουμε στο Truck parking. Ο υπεύθυνος πλησιάζει. Του εξηγώ την κατάσταση.
-Δεν τους έχει βάλει λεφτά το αφεντικό τους, μου λέει. Περιμένουν εδώ να βάλουν πετρέλαιο και να φύγουν για Ιταλία, και δεν έχουν λεφτά. Και μιλάμε για χίλια ευρώ πετρέλαιο σε κάθε φορτηγό, όχι αστεία. Έχει ξαναγίνει. Θα κάτσουν τώρα να περιμένουν δυο τρεις μέρες να τους βάλει ο άλλος λεφτά στις κάρτες.
-Ρώσοι είναι;
-Γεωργιανοί. Όλο τέτοια τους κάνουν τους καημένους. Δεν κουβαλάνε μαζί τους πολλά λεφτά μην τους κλέψουν, και όταν φτάνουν εδώ, δεν τους στέλνουν λεφτά να προχωρήσουν. Πάντως μην ανησυχείς εσύ, τα λεφτά σου δεν τα χάνεις.
Κουτσά στραβά τους λέει στα ρώσικα το ποσό, βάζοντας κι ένα ευρώ παραπάνω. Καλοσύνη του. Με πληρώνουν και φεύγω.

Έχω ξαναπάρει με το ταξί φορτηγατζήδες "ανατολικών" χωρών σε παρόμοιες αποστολές. Όπως έχω "οδηγήσει" (μπροστά εγώ με το ταξί και από πίσω τα τριαξονικά με τα ρυμουλκούμενα, φορτωμένα κοντέινερ) φορτηγά από την Τουρκία σε διάφορες αποθήκες και εταιρίες. Κοινό γνώρισμα όλων των οδηγών: ΔΕΝ μιλάνε καμία άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική τους, στην οποία επιμένουν να σου μιλάνε ασταμάτητα, παρ' όλο που δεν τους καταλαβαίνεις και το ξέρουν. Οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν ούτε τις βασικές λέξεις στα αγγλικά. Back, straight, left, right, wait, go, bank, port, airport, train station, one, two, three, είναι κινέζικα γι' αυτούς. Παρ' όλα αυτά διασχίζουν την Ευρώπη από άκρη σε άκρη. Πώς τα καταφέρνουν; Μυστήριο.