Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Driver's Seat

Πρωί καθημερινής, φτάνω στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και σταματάω να αποβιβάσω.
Οι πελάτισσές μου είναι ηλικιωμένες και έχουν πράγματα στο πορτ μπαγκάζ, οπότε κατεβαίνω να τις βοηθήσω. Προκειμένου να μην ταλαιπωρηθεί η κυρία που κάθεται πίσω μου, της ανοίγω την αριστερή πίσω πόρτα. Μέχρι να κατέβει, ανοίγω και το πορτ μπαγκάζ και κατεβάζω τα πράγματά τους. Στη συνέχεια, και κάπως βιαστικά γιατί ενοχλώ, κλείνω το πορτ μπαγκάζ και μπαίνω στο ταξί. Σε δέκατα του δευτερολέπτου, το σώμα μου τροφοδοτεί τον εγκέφαλο πληροφορίες, που τα μάτια μου βλέπουν αμέσως μετά. Το κάθισμα είναι ψηλότερα και σκληρότερο. Η "αίσθηση" της πόρτας διαφορετική. Το αριστερό μου χέρι αντί για το τιμόνι πιάνει αέρα. Αντί για το χειρόφρενο δίπλα στο κάθισμα, το δεξί μου χέρι πιάνει…κι άλλο κάθισμα. Αμέσως μετά, έρχεται και η πληροφορία από τα μάτια. Βλέπω το κάθισμα του οδηγού μπροστά μου, γιατί έχω μπει από την (αφημένη ανοιχτή από την επιβάτιδά μου) αριστερή πόρτα των επιβατών, και έχω κάτσει πίσω. Ξαναβγαίνω έξω, κάθομαι στη σωστή θέση αυτή τη φορά, και μετακινώ το ταξί 5-6 μέτρα μπροστά και δεξιά στο σημείο απ' όπου ξεπαρκάρει ένα Ι.Χ. Αριστερά μου στο πεζοδρόμιο, στέκεται ένας φύλακας του νοσοκομείου, και με κοιτάζει αποσβολωμένος. Ανοίγω το παράθυρο.
-Βρήκα ανοιχτή πόρτα και μπήκα, του λέω.
-Κι εγώ σε κοιτάζω και λέω τι κάνει αυτός...
Αφού δεν μπήκα σε ξένο ταξί, πάλι καλά...

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Εξολοθρευτές Βρυκολάκων

Κυριακή απόγευμα, επιβιβάζω έναν άντρα και μια γυναίκα από το κέντρο. Η γυναίκα κάθεται μπροστά. Το στρουμπουλό της πρόσωπο ξεγελάει για την ακριβή ηλικία της. Πρέπει να είναι μεταξύ τριάντα και σαράντα, ενώ ο άντρας γύρω στα εξήντα.
-Πλατεία Τερψιθέας στο περίπτερο, μου λέει η γυναίκα.
Ένα κύμα μυρωδιάς σκόρδου με χτυπάει και με σκεπάζει. Ανοίγω το παράθυρο όσο αντέχω, (έξω έχει πέντε βαθμούς), και στρέφω τους αεραγωγούς του κλιματισμού πάνω μου. Ματαίως. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιβάτης μου μυρίζει έντονα, αλλά η συγκεκριμένη μάλλον πήρε ένα κιλό σκόρδο, έφαγε το μισό, και με το υπόλοιπο έκανε εντριβές. Επί μέρες. Τρεις φορές ημερησίως. (Υπερβάλω λίγο. Ίσως να ήταν μισό κιλό σκόρδο).
Στο μεταξύ έχουν ξεκινήσει και συζητάνε έντονα σε κάποια ξένη γλώσσα. Προκειμένου να βλέπει τον πίσω, η γυναίκα έχει μισογυρίσει αριστερά στο κάθισμά της, στέλνοντας με κάθε της κουβέντα νέα κύματα σκόρδου προς το μέρος μου.
Δυναμώνω τη ροή του κλιματισμού. Η γυναίκα σαν κάτι να καταλαβαίνει γιατί βγάζει από τη τσάντα της μια καραμέλα και τη βάζει στο στόμα της. Δεν μυρίζω καμιά διαφορά.
-Μπορούμε να τον αφήσουμε στη στάση να πάρει λεωφορείο για Ευκαρπία; ρωτάει ξαφνικά.
Σταματάμε στη στάση, και πριν κατέβει, ο τύπος μου δίνει ένα εικοσάρικο. Η γυναίκα τον σταματάει με ένα καταιγισμό ξένων λέξεων. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν φτάσουμε στον προορισμό μας, δεν μπορώ να ξέρω πόσα να κρατήσω. Ή μήπως εμμέσως υπονοεί να δώσω τα ρέστα στη γυναίκα;
Μόλις αυτός κατεβαίνει, η γυναίκα μου ρίχνει πλάγιες ματιές αλλά δεν λέει τίποτε. Καλύτερα γιατί προσπαθώ να αγνοήσω τον πονοκέφαλο που έχει αρχίσει να μου προκαλεί η μυρωδιά.
Στο μεταξύ η συμπαντική συνομωσία των αρωμάτων συνεχίζεται, καθώς μας "πιάνει" κάθε φανάρι που συναντάμε. Στο τελευταίο φανάρι που μας σταματάει άδοξα, λίγο πριν την πλατεία η κυρία σκάει έναν αναστεναγμό προς το μέρος μου.
-Ουφφφφφ.
Το ξεφύσημα του δράκου. Νοιώθω τα μάτια μου να καίνε.
Φτάνουμε επιτέλους στην πλατεία. Δίπλα στο περίπτερο, μια παρέα μου κάνει σινιάλο. Τους κάνω νόημα ότι θα επιστρέψω να τους πάρω.
-Κάπου εδώ; ρωτάω.
-Λίγο πιο πέρα, απαντάει.
Είκοσι μέτρα μετά, μου ζητάει να σταματήσω και βγάζει λεφτά από την τσάντα της.
Καθώς μου δίνει το χαρτονόμισμα, με κοιτάζει στα μάτια και χαμογελάει.
Της δίνω τα ρέστα. Τα παίρνει χωρίς να κατεβάσει τα μάτια της, και συνεχίζει να με κοιτάζει κατάματα χαμογελώντας, σαν κάτι ακόμη να περιμένει. Αυτό το έργο το έχω ξαναδεί. Μου την πέφτει. Κάνω ότι δεν κατάλαβα και καθώς ακούγεται κορνάρισμα πίσω μας, κοιτάζω τον καθρέφτη αριστερά μου. Την ξανακοιτάζω. Εξακολουθεί να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο.
Κάνω μια κίνηση με τους ώμους, τύπου "άντε τι θα γίνει;" χαμογελώντας (ελπίζω) ευγενικά.
Το χαμόγελο και η στάση της αλλάζει σ' ένα σιωπηλό και απογοητευμένο "καλά, εσύ χάνεις", και κατεβαίνει επιτέλους από το ταξί. Κάνω τον κύκλο της πλατείας. Η παρέα έχει φύγει με άλλο ταξί προφανώς. Ίσως καλύτερα γι' αυτούς και τις μύτες τους. Για τα επόμενα δύο λεπτά, οδηγάω με τα παράθυρα ορθάνοιχτα και τον ανεμιστήρα του κλιματισμού στο φουλ. Δεν έχω τίποτε με τα σκόρδα. Τα τρώω κι εγώ. Αλλά μερικές φορές, όταν μιλάς στον άλλον από κοντά…

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Το σπίτι στο Δερβένι

Καλοκαίρι, Σάββατο βράδυ αργά, φτάνω στην πιάτσα Βαρδαρίου. Καθώς σκέφτομαι ότι ίσως είναι η ώρα να κλείσω το ταξί σιγά σιγά, επιβιβάζεται ένας τύπος κοντά στα πενήντα. Ημίγυμνος, με ένα υφασμάτινο παντελόνι κομμένο κοντό λίγο πάνω από το γόνατο, και το μπλουζάκι του ριγμένο στον ώμο. Κάθεται, πετάει πάνω στο ταμπλώ το κινητό του και με κοιτάζει. Τον κοιτάζω κι εγώ. Είναι πιωμένος.
-Καλησπέρα τι κάνεις; Καλά; Έτσι μπράβο καλά. Πάμε στο Δερβένι και θα σου πω, μουρμουρίζει μεθυσμένα. Από την προφορά του καταλαβαίνω ότι πρόκειται για αλλοδαπό.
(Για όσους δεν ξέρουν, το Δερβένι είναι μια περιοχή λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς Καβάλα. Περιοχή που έχει αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, εκθέσεις επίπλων, τα τσιμέντα ΤΙΤΑΝ, αλλά όχι σπίτια).
Ξεκινάω με μισή καρδιά, σκεπτόμενος ότι μάλλον θα έπρεπε να είχα φύγει για το σπίτι τελικά. Μεθυσμένος πελάτης με προορισμό έρημη περιοχή δεν είναι καλό σημάδι. Του πιάνω την κουβέντα προσπαθώντας να ψυχολογήσω την κατάσταση.
-Που ακριβώς πάμε στο Δερβένι;
-"Το" αδελφός μου έχει σπίτι εκεί.
-Δεν είχα προσέξει ότι έχει σπίτια στο Δερβένι, λέω αθώα εγώ.
-Έχει έχει, θα σου πω.
-Εντάξει. Αλλά έτσι από περιέργεια, που περίπου είναι αυτό το σπίτι; Πριν το ΤΙΤΑΝ;
-Απέναντι από το ΤΙΤΑΝ.
Ξαφνικά καταλαβαίνω που εννοεί. Αριστερά ανεβαίνοντας, σε μια περιοχή που μέχρι πρότινος είχε μόνο λιβάδια, έχει δημιουργηθεί ένας μικρός συνοικισμός στη μέση του πουθενά.
Στο μεταξύ ο πελάτης μου έχει όρεξη να πει την ιστορία του.
-Εγώ φίλε σήμερα βγήκα από τη φυλακή.
-Ωραία, του απαντάω. (Τώρα μάλιστα).
-Βγήκα, πήγα βρήκα κάτι φίλους εδώ στο "Μπαρδάρι", και πίνουμε από το μεσημέρι. Ότι λεφτά είχα κέρασα ποτά. Μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια (μου δείχνει τα πόδια του) πρόλαβα και πήρα. Αλλά μην "ανησυχεί" εσύ, όταν φτάσουμε θα βγει ο αδελφός μου και θα σε πληρώσει.
-Τέτοια ώρα θα τον ξυπνήσετε;
-Δεν είναι πρόβλημα. Θα τον ξυπνήσω, θα πληρώσει. Εσύ μην "ανησυχεί".
Αυτός καλά το λέει, αλλά εγώ ανησυχεί. Μεθυσμένος ΚΑΙ με κατεύθυνση τις ερημιές ΚΑΙ αποφυλακισμένος σήμερα ΚΑΙ ένας αδελφός τον οποίο θα πρέπει να περιμένω να βγει να πληρώσει;
Παίρνω μικρόφωνο και προσποιούμαι ότι μιλάω με το κέντρο δηλώνοντας τον προορισμό μου.
Στο μεταξύ από το κινητό του πάνω στο ταμπλώ ακούγονται κατά καιρούς ήχοι, σαν να χτυπάει στη δόνηση με ξεψυχισμένη μπαταρία. Αυτός το αγνοεί, κι εγώ δεν επεμβαίνω. Κάποια στιγμή, σε ένα επίμονο γουργούρισμα, το παίρνει στα χέρια του, το κοιτάζει, και το ξαναπετάει πάνω στο ταμπλώ. Μάλλον δεν θέλει να απαντήσει.
-Εγώ που λες φίλε άδικα πήγα μέσα, λέει ξαφνικά. Έμενα με έναν άλλο που είχε ναρκωτικά στο σπίτι, και ήρθε η αστυνομία και έπιασε εμένα.
-Και τον άλλον δεν τον έπιασαν;
-Πάει αυτός, έφυγε για "το" πατρίδα.
Κάποια στιγμή "πέφτει". Αναμενόμενο, καθώς πρέπει να πίνει τις τελευταίες δώδεκα ώρες τουλάχιστον. Κρεμάει το κεφάλι στο στήθος του και συνεχίζει μουρμουρίζοντας ακατάληπτα.
Δεν τον ενοχλώ, μέχρι που φτάνουμε στο ΤΙΤΑΝ.
-Πού πάμε τώρα πείτε μου λίγο, τον ξυπνάω από τον λήθαργο του.
Κοιτάζει γύρω με απλανές βλέμμα, και τελικά προσανατολίζεται. Ακολουθώντας τις οδηγίες του βρισκόμαστε τελικά σ' ένα κατασκότεινο δρομάκι.
-Εδώ είναι. Στρίψε, μου λέει τελικά, δείχνοντάς μου έναν χαλικόδρομο.
Στρίβω και ανακαλύπτω ότι ο χαλικόδρομος είναι στην πραγματικότητα το πάρκινγκ ενός σπιτιού.
Ο τύπος ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει. Πηγαίνει και χάνεται κάπου στην είσοδο του σπιτιού, που δεν φαίνεται από εκεί που βρίσκομαι, αφήνοντας το κινητό του "ενέχυρο" στο ταμπλώ να βουίζει κάθε τρεις και λίγο.
Στο μεταξύ εγώ έχω κλείσει ασφάλειες, έχω βάλει όπισθεν, κρατάω το μικρόφωνο και είμαι έτοιμος για παν ενδεχόμενο. Μπορεί ο αδελφός του να μην έχει ιδέα για την νυχτερινή επίσκεψη του φρεσκοαποφυλακισθέντος, και να βγει με κανένα δίκανο. Μπορεί να βγουν και οι δυο με δίκανα.
Ένα λεπτό μετά πάντως, ο πελάτης μου εμφανίζεται με κάποιον ακόμη, ο οποίος δεν κρατάει τίποτε. Φοράει κι αυτός ένα σορτσάκι, που δεν αφήνει χώρο για κρυμμένα "σιδερικά". Πλησιάζουν και οι δύο, ο πελάτης μου παραπατώντας. Ο αδελφός ευγενέστατος, με πληρώνει.
-Το κινητό σας ξεχάσατε, λέω στον πελάτη μου, και απλώνω το χέρι στο ταμπλώ να του το δώσω.
Γυρίζει, με κοιτάζει με το θολό του βλέμμα και μου λέει:
-Δεν είναι κινητό, ραδιόφωνο είναι.