(Στην παρακάτω ιστορία, όπως και στις περισσότερες, έχω αλλάξει ονόματα και τοποθεσίες προκειμένου να μην εκθέσω τους εμπλεκόμενους. Επίσης προφανώς, λείπουν διάφοροι διάλογοι, καθώς η ιστορία κράτησε γύρω στις πέντε ώρες. Υπάρχουν νομίζω πάντως, όλα τα ουσιαστικά σημεία.)
Είναι τέλη Ιουλίου και ο συνεργάτης μου λείπει με "άδεια" (δηλαδή δουλεύω εγώ από το πρωί μέχρι όσο αντέξω, κάθε μέρα επί μια εβδομάδα). Τελευταία μέρα που δουλεύω πριν τη δική μου "άδεια", τα νεύρα, η κούραση και οι εντάσεις, είναι στο απόγειό τους. Έχει προηγηθεί και ολόκληρη η χρονιά. Αλλά δεν βαριέσαι, μερικές ώρες μένουν. Τι μπορεί να συμβεί;
Χα!
Παραλαμβάνω ένα παλικαράκι (κοντά στα 30) που έκανε κλήση από τα Διαβατά. Όλα καλά. Καλησπερίζει (είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα) και αρχίζει μια λογοδιάρροια ότι είναι πελάτης του ραδιοταξί, ότι πηγαίνει καράτε στα Διαβατά αλλά το σπίτι του είναι στην Μενεμένη, ότι αν πάει κανείς να με χτυπήσει έτσι (το κλασικό Victory σχήμα δείκτη και μέσου στα μάτια) εγώ να αμυνθώ έτσι (το κλασικό ακουμπάω την κόψη του πάνω μέρους της ίσιας παλάμης στη μύτη και προστατεύω τα μάτια από το χτύπημα σταματώντας το V του Victory), του ότι ο δάσκαλος του καράτε τους βάζει και χτυπάνε σακιά με χαλίκια και γι' αυτό τα χέρια και τα πόδια του είναι χτυπημένα. Πραγματικά μου δείχνει τις γροθιές και το πάνω μέρος των ποδιών του που έχουν πληγές από χτυπήματα. Οπότε καταλήγει στο εξής:
-Να βρούμε ένα φαρμακείο πριν με πας σπίτι, να πάρω μια ειδική αλοιφή που βάζω πάνω στα χτυπήματα;
-Βεβαίως. [Πέρα από την κάπως αφελή πολυλογία, τίποτε δεν έδειχνε ανησυχητικό. Ο τύπος την περισσότερη ώρα είχε πλήρη συνοχή και άργησα να καταλάβω τι συνέβαινε. Βέβαια πλέον είμαι γενικότερα πιο υποψιασμένος.]
Ζητάω ανοιχτό φαρμακείο από το κέντρο του ραδιοταξί (λόγω καλοκαιριού τα περισσότερα είναι κλειστά το απόγευμα) και κατευθυνόμαστε εκεί (Κορδελιό) Ο τύπος μπαίνει στο φαρμακείο, και ξαναβγαίνει μετά από λίγο με άδεια χέρια.
-Δεν έχουν την αλοιφή μου. Πάμε αλλού.
Καινούρια ενημέρωση από το κέντρο. Φτάνουμε στο φαρμακείο (Σταυρούπολη). Μπαίνει, βγαίνει άπραγος.
-Ξέρω που θα πάμε, μου λέει. Είναι ένα φαρμακείο στη Νεάπολη που την έχει σίγουρα. Δεν έχω βέβαια πολλά λεφτά μαζί μου, αλλά θα πάρω από το σπίτι όταν γυρίσουμε και θα σε πληρώσω. [Άντε καλά]
Το φαρμακείο της Νεάπολης είναι κλειστό. Μπαίνουμε στην Αγίου Δημητρίου, όπου κάποια στιγμή μου ζητάει στυλό και κάτι γράφει σε ένα χαρτί. Δεν βλέπω ούτε τι, ούτε το χαρτί. Τα μάτια μου είναι στο δρόμο. Καινούριο φαρμακείο, καινούρια αποτυχία.
-Ρε φίλε μήπως να σε πάω σπίτι σου να τελειώνουμε και ψάχνεις αύριο το πρωί με το καλό;
-Όχι, σε παρακαλώ, πονάω. Πρέπει να βρω την αλοιφή.
-Καλά τι αλοιφή είναι αυτή και δεν την έχουν;
-Φυτική, εισαγόμενη. Δεν την έχουν όλοι.
Επόμενο ανοιχτό φαρμακείο στην Β. Όλγας, όπου η ιστορία επαναλαμβάνεται. Επιστρέφει με την φοβερή έμπνευση:
-Επειδή δουλεύω στην ιχθυόσκαλα της Μηχανιώνας, ξέρω ότι στην Περαία έχει ανοιχτό φαρμακείο που έχει την αλοιφή μου. Εκεί να πάμε.
-Λίγο μακριά δεν είναι; [Μέχρι τώρα είμαστε εντός πόλεως, και το πολύ πολύ να μη πληρωθώ πλήρως, αλλά αρχίζουμε και απομακρυνόμαστε πολύ]
-Σε παρακαλώ πάμε. Πονάω, τι θα κάνω μέχρι αύριο;
Δυστυχώς εκείνη την ώρα δεν μπορώ να μείνω αδιάφορος στον ανθρώπινο πόνο, αν και η όλη φάση έχει αρχίσει να βρωμάει. Ξεκινάμε. Αυτός βγάζει τα χαρτιά που κρατούσε πριν και τα παίζει νευρικά στα χέρια του. Συνεχίζει να μιλάει περί ανέμων και υδάτων ασταμάτητα. 'Έχουμε φτάσει στην περιοχή αεροδρομίου και πηγαίνουμε με περίπου εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Κάποια στιγμή, που κοιτάζει έξω από το παράθυρο, Ρίχνω κλεφτές ματιές στα χαρτιά που κρατάει.
Και τα δυο χαρτιά είναι του ΙΚΑ.
Το πρώτο είναι μια συνταγή, όπου εμφανώς έχει προσθέσει μόνος του νωρίτερα (γι' αυτό ζήτησε το στυλό) κάτω από τα δυο ήδη γραμμένα φάρμακα, ένα ακόμη. Η προσθήκη φωνάζει από χιλιόμετρα καθώς είναι γραμμένο με κεφαλαία, άτσαλα γράμματα, και το χρώμα του στυλό διαφέρει. Προφανώς γι' αυτό και δεν δέχονται να του το δώσουν οι φαρμακοποιοί. Γι' αυτό και γιατί είναι αυστηρά συνταγογραφημένο φάρμακο προφανώς.
Το δεύτερο χαρτί όμως είναι που κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει. Είναι διάγνωση από γιατρό του ΙΚΑ και γράφει με μεγάλα γράμματα, ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ψυχωτικός.
Από το μυαλό μου περνάνε διάφορα, με βασικό το ότι πιθανότατα έχω να κάνω με επικίνδυνο άνθρωπο. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να μου δώσει ένα "χτύπημα καράτε", ή να ανοίξει την πόρτα και να πηδήξει έξω, ή να τραβήξει το χειρόφρενο και να καρφωθούμε πουθενά. Διαλέγω αυτή τη στιγμή για να παίξω με τη φωτιά.
-Τόση ώρα πηγαίνουμε και δεν μου είπες πως σε λένε, του λέω.
-Μιχάλη Παπαδόπουλο, απαντάει αμέσως.
-Έτσι ε; Οι συνταγές που έχεις δεν είναι δικές σου όμως ε;
-Δικές μου είναι.
-Τότε γιατί γράφουν Δαμιανός Φωτιάδης;
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
-Είναι που η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε και άλλαξα όνομα. Τι μου το θυμίζεις τώρα...
-Άντε επίθετο να άλλαξες. Άλλαξες και μικρό όνομα;
-Ναι. Άσε μωρέ μη το συζητάς και στεναχωριέμαι.
Κατάλαβα. Μπλέξαμε. Το σοφότερο θα ήταν να τον αφήσω και να φύγω την επόμενη φορά που θα κατέβει από το αυτοκίνητο. Αλλά με πιάνει κι εμένα το πείσμα. Έχω φάει αρκετές "πατάτες", και δεν θα τον αφήσω να φύγει έτσι. Έχουμε μία ώρα στο δρόμο, έχουμε διασχίσει την πόλη από άκρη σε άκρη και έχουμε βγει εκτός πλέον. Στέλνω στα κρυφά (τυφλό σύστημα) μήνυμα στη γυναίκα μου με το ονοματεπώνυμο που είδα και δυο λόγια για την κατάσταση που βρίσκομαι, "για παν ενδεχόμενο".
Φτάνουμε στην Περαία και μπαίνει στο φαρμακείο. Βρίσκω την ευκαιρία και τηλεφωνώ στο Ραδιοταξί. Η εκφωνήτρια μου λέει ότι δεν είναι πελάτης και ότι πήρε με απόκρυψη, μάλλον από καρτοτηλέφωνο. Της εξηγώ τι έχει συμβεί (εξάλλου έχει παραξενευτεί και η ίδια γιατί επί μία ώρα ζητάω φαρμακεία από τα δυτικά όλο και ανατολικότερα). Συμφωνούμε να με καλεί κάθε λίγο στο CB, να ρωτάει που βρίσκομαι κλπ, και αν χρειαστεί να στείλει βοήθεια.
Ο τύπος επιστρέφει.
-Μπα δεν το έχουν. Αλλά μου είπαν να βρω έναν παθολόγο μέσα στο χωριό να με βοηθήσει.
Η ιστορία του μπάζει άσχημα πλέον, αλλά δεν δείχνει να το καταλαβαίνει. Τον πηγαίνω στον γιατρό, και βλέποντας το τηλέφωνο ιατρείου στην πινακίδα απ' έξω, του τηλεφωνώ, του εξηγώ τι συμβαίνει, και του ζητάω να βοηθήσει την κατάσταση. Δείχνει να με καταλαβαίνει. Λίγη ώρα μετά ο Μιχάλης-Δαμιανός επιστρέφει με μια κάρτα.
-Θα πάμε σε αυτόν τον γιατρό. Εκεί θα μου το γράψει το φάρμακό μου. (Η αλοιφή έχει πλέον γίνει φάρμακο)
Πάμε και στον άλλο γιατρό που είναι πνευμονολόγος. Όλη αυτή την ώρα η εκφωνήτρια με καλεί συχνά ρωτώντας που βρίσκομαι, και τελικά με παίρνει και τηλέφωνο.
-Μίλησα με τον αρχιεπόπτη του καναλιού, μου λέει. Άφησε τον "πελάτη" και φύγε.
-Τώρα μου την έχει δώσει. Όσο είμαστε σε κατοικημένη περιοχή και δεν κινδυνεύω, δεν τον αφήνω να πάει πουθενά.
Ο τύπος επιστρέφει από τον πνευμονολόγο. Είναι προφανές ότι τον έχουν κάνει μπαλάκι και τον ξεφορτώνονται με κάθε τρόπο καθώς κανείς δεν του γράφει το "συνταγογραφημένο" φάρμακο που θέλει.
-Πρέπει να βρούμε έναν οδοντίατρο, μου λέει.
-Νομίζω ξέρω που έχει οδοντίατρο του λέω. Διασχίζω την Περαία, φτάνω στους Νέους Επιβάτες, και σταματάω έξω από το αστυνομικό τμήμα.
-Ας; ρωτήσουμε εδώ. Θα ξέρουνε, του λέω.
-Καλά στην αστυνομία με έφερες; Εγώ σε εμπιστεύτηκα. Στραβώνει άσχημα και το πρόσωπό του παραμορφώνεται.
Ξεσπάω, εκ του ασφαλούς πλέον, τι διάολο, έξω από τμήμα είμαστε.
-Με εμπιστεύτηκες ε; Μου είπες ψέματα για το όνομά σου, με έχεις φέρει από τα Διαβατά στην Περαία, δεν έχεις λεφτά, πλαστογράφησες τη συνταγή, και ψάχνεις κι εγώ δεν ξέρω τι. Τι περιμένεις να κάνω; Έχεις να φοβηθείς τίποτε από την αστυνομία;
-Όχι.
-Πάμε τότε.
Μπαίνουμε στο τμήμα. Εξηγώ στον αξιωματικό υπηρεσίας την κατάσταση. Του ζητάει τα στοιχεία του. Εδώ του δίνει κατ' ευθείαν τα "κανονικά' του. Ο αστυνόμος παίρνει τα στοιχεία και τα στέλνει με φαξ στα κεντρικά προφανώς. Μας ζητάει να περιμένουμε έξω, στον προθάλαμο. Ο χώρος είναι μεγάλος κι εγώ φροντίζω να κρατάω αποστάσεις.
ο Μιχάλης-Δαμιανός με κοιτάζει με μίσος και εκτοξεύει απειλές. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και ένας ειδικός φρουρός, ο οποίος του λέει:
-Έλα τι λόγια είναι αυτά; Μη με αναγκάσεις να σε συλλάβω. Φρόνιμα.
Δεν μπορεί να συγκρατήσει την νευρικότητά του πλέον. Στριφογυρίζει σαν αγρίμι σε παγίδα. Στο μεταξύ ο αξιωματικός υπηρεσίας με φωνάζει μέσα. Μπαίνω στο γραφείο του, και πίσω μου μπαίνει ο Μιχάλης-Δαμιανός.
-Τον κύριο θέλω μόνο, τον διώχνει ο αστυνόμος.
Φεύγει και ξαναγυρίζει αμέσως.
-Ρε φύγε σου είπα, του αγριεύει ο αξιωματικός.
Με τα πολλά φεύγει.
-Καλά ρε φίλε που πήγες και έμπλεξες, μου λέει ο αστυνόμος. Αυτός είναι ψυχοπαθής.
Του εξηγώ τι έγινε, με περισσότερες λεπτομέρειες.
-Εντάξει, πάρτον από εδώ και πήγαινέ τον σπίτι του. Δεν έχει φάκελο, αλλά δεν είναι και καλά.
-Κοιτάξτε, εγώ τον έφερα εδώ γιατί δεν νοιώθω καμία ασφάλεια να τον έχω μέσα στο ταξί. Και σίγουρα δεν πρόκειται να τον ξαναβάλω μέσα. Έτσι όπως την ψώνισε μαζί μου που τον έφερα εδώ, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει στο δρόμο. Αφού δεν είναι καλά. Το είπατε και μόνος σας.
- Δεν έχεις και άδικο. Έχει κόλλημα με το καράτε είπες. Καλά, περίμενε λίγο να δούμε τι θα κάνουμε.
Δίνει τα χαρτιά σε κάποιον με πολιτικά, της ασφάλειας. Λίγη ώρα μετά μας φωνάζουν σε ένα διπλανό γραφείο. Επαναλαμβάνω την ιστορία μου. Οι άνθρωποι δείχνουν κατανόηση. Κάνουν μερικές "ψαρωτικές" ερωτήσεις στον Μιχάλη-Δαμιανό και τελικά βρίσκουν στο τηλέφωνο τον αδελφό του.
-Ο αδελφός του θα έρθει να τον πάρει. Αν θέλεις φύγε, μου λένε.
-Κοιτάξτε, έχω πέντε ώρες που τραβιέμαι με αυτή την ιστορία. Θέλω να αποζημιωθώ. Θα περιμένω να έρθει να δω τι θα μας πει κι αυτός. Και αν δεν θέλει να με αποζημιώσει, θα έχω χάσει άλλη μια ώρα. Εντάξει.
Βγαίνουμε ξανά έξω. Ο δικός μου κάνει τράκα από τον ειδικό φρουρό, καφέ από το μηχάνημα, και το κινητό του για να πάρει τον αδελφό του. Με κάθε ευκαιρία με κοιτάζει με ύφος που θα ψάρωνε τον Τσακ Νόρις. (Θα νόμιζε ότι κοιτάζει στον καθρέφτη που εξαφανίζει το μούσι και το καπέλο του).
-Θα σε φτιάξω εσένα, μου λέει. Ιδιοκτήτης είσαι; Θα σου κάνω μήνυση και θα σου πάρω το ταξί. Πώς σε λένε πες μου. Τα στοιχεία σου. Ο δικηγόρος μου θα σε κάνει σκόνη. Την έβαψες σου λέω.
Δεν απαντάω σε τίποτε. Δεν έχει και νόημα. Επικοινωνώ με το ραδιοταξί και το σπίτι μου να ενημερώσω ότι τουλάχιστον δεν κινδυνεύω και περιμένω.
Κάποια στιγμή που με απειλεί, περνάει ένας άνθρωπος που δεν τον έπιανε το μάτι σου. Τον κοιτάζει και του λέει «Τι θα γίνει μ’ εσένα θα ηρεμήσεις ή θα σε κλείσω μέσα;». Ο Μιχάλης-Δαμιανός σταματάει για λίγο και μετά του λέει: «Γιατί τι έκανα, δεν έκανα τίποτε». Οπότε ο άλλος σταματάει ξαφνικά, γυρνάει και τον καρφώνει με ένα βλέμμα που πραγματικά θα πάγωνε το αίμα στις γενετικά εξελιγμένες φλέβες του Τσακ Νόρις. Τον καρφώνει έτσι μερικά δευτερόλεπτα και μετά του λέει «Τίποτε δεν έκανες; Θα βρω εγώ κάτι να έχεις κάνει μην ανησυχείς». Καλά να είναι ο άνθρωπός, από εκεί και πέρα ο Μιχάλης-Δαμιανός έκοψε το ύφος και ψαχνόταν σε ποιον να πάει να κολλήσει.
Καμιά ώρα μετά έρχεται και ο αδελφός του. Το παλικάρι φαίνεται εντάξει. Ο διοικητής μας καλεί στο γραφείο του, εμένα και τον αδελφό.
-Τι να σας πω κύριε αστυνόμε, λέει ο αδελφός. Δεν ξέρω τι να κάνω με τον Δαμιανό. Την άλλη φορά πήρε ταξί και ήρθε στην Κατερίνη που δουλεύω και βγήκε και με έψαχνε. Ρεζίλι με έκανε στον κόσμο, κι εγώ πλήρωσα τον ταξιτζή που τον έφερε μέχρι εκεί.
-Έχει νοσηλευτεί;
-Ναι αλλά το έσκασε
-Παίρνει κάποιο επίδομα.
-Ναι.
-Χρησιμοποίησέ το για να τον πας κάπου να τον ελέγχουν, σε καμιά ιδιωτική κλινική, ίσως και να τον κάνουν καλά αν επιδέχεται θεραπείας. Γιατί τον αφήνεις να κυκλοφορεί;
-11 φορές το έχει σκάσει.
-Κοίτα, επεμβαίνω εγώ. Έτυχε και μπήκε στο ταξί μου και έπεσε σ' εμένα. Τον πήρα με το καλό και δεν είχαμε έκτροπα. Τι θα γινόταν αν έπεφτε σε κανένα νευρικό συνάδελφο και έπεφτε ξύλο; Ή αν προκαλούσε ατύχημα; Ή αν τον παρατούσε πουθενά στις ερημιές; Ο αστυνόμος έχει δίκιο. Φρόντισε να μπει κάπου να τον προσέχουν σωστά, μην το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Δεν φταίει ο υπόλοιπος κόσμος.
Τον φωνάζουν μέσα. Έρχεται και λέει:
-Θέλω να κάνω μήνυση σε αυτόν τον ταξιτζή.
-Μήνυση να κάνεις; Λεφτά έχεις να τον πληρώσεις τώρα;
-Όχι.
-Με το ζόρι τον κρατάω μην σου κάνει μήνυση αυτός και σε πάω μέσα αυτόφωρο. Που πας και παίρνεις ταξί χωρίς λεφτά; τον φοβερίζει ο αστυνόμος.
-Εντάξει, συγνώμη. Γυρίζει στον αδελφό του. Ένα ΧΧΧΧΧ (δεν θυμάμαι πλέον ποιο ψυχοφάρμακο) ήθελα και δε μου δίνανε, τι να έκανα; Έφτιαξα λίγο τη συνταγή.
-Αυτό θα κάνω ότι δεν το άκουσα, λέει ο αστυνόμος. Αποζημίωσε τώρα τον ταξιτζή να πάει στη δουλειά του και όπως είπαμε.
Παίρνω την "αποζημίωση" (τον λυπάμαι τον άνθρωπο, και του λέω το ποσό που έγραφε το ταξίμετρο όταν σταματήσαμε έξω από την αστυνομία δυο τρεις ώρες πριν) και συνεχίζω τη δουλειά μου. Λίγες ώρες μένουν πριν την άδεια. Τι μπορεί να συμβεί;
Χα!
Υ.Γ. Να υπογραμμίσω ξανά ότι έχουν αλλαχτεί πρόσωπα, ονόματα, τοποθεσίες κλπ.
Τα πρόσωπα των αστυνομικών που συνάντησα, δεν τα θυμάμαι πλέον, καθώς έχω ιδιαίτερα κακή μνήμη με τα πρόσωπα, αν και θυμάμαι γενικά άλλα πράγματα. Απλώς πρόσωπα ΔΕΝ συγκρατώ, ποτέ δεν συγκρατούσα.
Από την άλλη, κρίμα που δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος γιατί ήταν μια από τις φορές που χάρηκα την αστυνομία να δείχνει ανθρώπινο πρόσωπο και να κάνει σωστά τη δουλειά της. Τον τρομάξανε όσο χρειαζόταν για να κάτσει φρόνιμα, αλλά κατά τα άλλα τον φρόντισαν με κάθε τρόπο. (Έκανε θραύση στους αυτόματους πωλητές, με ξένα κέρματα πάντα) Και εμένα μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά και με κατανόηση για την κατάσταση και τους ευχαριστώ για όλα. Χωρίς γλειψίματα κλπες αηδίες, δεν νομίζω ότι διαβάζουν το blog μου :)