Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Σαν απόσπασμα από Tarantino(!;)

(Στην παρακάτω ιστορία, όπως και στις περισσότερες, έχω αλλάξει ονόματα και τοποθεσίες προκειμένου να μην εκθέσω τους εμπλεκόμενους. Επίσης προφανώς, λείπουν διάφοροι διάλογοι, καθώς η ιστορία κράτησε γύρω στις πέντε ώρες. Υπάρχουν νομίζω πάντως, όλα τα ουσιαστικά σημεία.)

Είναι τέλη Ιουλίου και ο συνεργάτης μου λείπει με "άδεια" (δηλαδή δουλεύω εγώ από το πρωί μέχρι όσο αντέξω, κάθε μέρα επί μια εβδομάδα). Τελευταία μέρα που δουλεύω πριν τη δική μου "άδεια", τα νεύρα, η κούραση και οι εντάσεις, είναι στο απόγειό τους. Έχει προηγηθεί και ολόκληρη η χρονιά. Αλλά δεν βαριέσαι, μερικές ώρες μένουν. Τι μπορεί να συμβεί;

Χα!

Παραλαμβάνω ένα παλικαράκι (κοντά στα 30) που έκανε κλήση από τα Διαβατά. Όλα καλά. Καλησπερίζει (είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα) και αρχίζει μια λογοδιάρροια ότι είναι πελάτης του ραδιοταξί, ότι πηγαίνει καράτε στα Διαβατά αλλά το σπίτι του είναι στην Μενεμένη, ότι αν πάει κανείς να με χτυπήσει έτσι (το κλασικό Victory σχήμα δείκτη και μέσου στα μάτια) εγώ να αμυνθώ έτσι (το κλασικό ακουμπάω την κόψη του πάνω μέρους της ίσιας παλάμης στη μύτη και προστατεύω τα μάτια από το χτύπημα σταματώντας το V του Victory), του ότι ο δάσκαλος του καράτε τους βάζει και χτυπάνε σακιά με χαλίκια και γι' αυτό τα χέρια και τα πόδια του είναι χτυπημένα. Πραγματικά μου δείχνει τις γροθιές και το πάνω μέρος των ποδιών του που έχουν πληγές από χτυπήματα. Οπότε καταλήγει στο εξής:

-Να βρούμε ένα φαρμακείο πριν με πας σπίτι, να πάρω μια ειδική αλοιφή που βάζω πάνω στα χτυπήματα;

-Βεβαίως. [Πέρα από την κάπως αφελή πολυλογία, τίποτε δεν έδειχνε ανησυχητικό. Ο τύπος την περισσότερη ώρα είχε πλήρη συνοχή και άργησα να καταλάβω τι συνέβαινε. Βέβαια πλέον είμαι γενικότερα πιο υποψιασμένος.]

Ζητάω ανοιχτό φαρμακείο από το κέντρο του ραδιοταξί (λόγω καλοκαιριού τα περισσότερα είναι κλειστά το απόγευμα) και κατευθυνόμαστε εκεί (Κορδελιό) Ο τύπος μπαίνει στο φαρμακείο, και ξαναβγαίνει μετά από λίγο με άδεια χέρια.

-Δεν έχουν την αλοιφή μου. Πάμε αλλού.

Καινούρια ενημέρωση από το κέντρο. Φτάνουμε στο φαρμακείο (Σταυρούπολη). Μπαίνει, βγαίνει άπραγος.

-Ξέρω που θα πάμε, μου λέει. Είναι ένα φαρμακείο στη Νεάπολη που την έχει σίγουρα. Δεν έχω βέβαια πολλά λεφτά μαζί μου, αλλά θα πάρω από το σπίτι όταν γυρίσουμε και θα σε πληρώσω. [Άντε καλά]

Το φαρμακείο της Νεάπολης είναι κλειστό. Μπαίνουμε στην Αγίου Δημητρίου, όπου κάποια στιγμή μου ζητάει στυλό και κάτι γράφει σε ένα χαρτί. Δεν βλέπω ούτε τι, ούτε το χαρτί. Τα μάτια μου είναι στο δρόμο. Καινούριο φαρμακείο, καινούρια αποτυχία.

-Ρε φίλε μήπως να σε πάω σπίτι σου να τελειώνουμε και ψάχνεις αύριο το πρωί με το καλό;

-Όχι, σε παρακαλώ, πονάω. Πρέπει να βρω την αλοιφή.

-Καλά τι αλοιφή είναι αυτή και δεν την έχουν;

-Φυτική, εισαγόμενη. Δεν την έχουν όλοι.

Επόμενο ανοιχτό φαρμακείο στην Β. Όλγας, όπου η ιστορία επαναλαμβάνεται. Επιστρέφει με την φοβερή έμπνευση:

-Επειδή δουλεύω στην ιχθυόσκαλα της Μηχανιώνας, ξέρω ότι στην Περαία έχει ανοιχτό φαρμακείο που έχει την αλοιφή μου. Εκεί να πάμε.

-Λίγο μακριά δεν είναι; [Μέχρι τώρα είμαστε εντός πόλεως, και το πολύ πολύ να μη πληρωθώ πλήρως, αλλά αρχίζουμε και απομακρυνόμαστε πολύ]

-Σε παρακαλώ πάμε. Πονάω, τι θα κάνω μέχρι αύριο;

Δυστυχώς εκείνη την ώρα δεν μπορώ να μείνω αδιάφορος στον ανθρώπινο πόνο, αν και η όλη φάση έχει αρχίσει να βρωμάει. Ξεκινάμε. Αυτός βγάζει τα χαρτιά που κρατούσε πριν και τα παίζει νευρικά στα χέρια του. Συνεχίζει να μιλάει περί ανέμων και υδάτων ασταμάτητα. 'Έχουμε φτάσει στην περιοχή αεροδρομίου και πηγαίνουμε με περίπου εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Κάποια στιγμή, που κοιτάζει έξω από το παράθυρο, Ρίχνω κλεφτές ματιές στα χαρτιά που κρατάει.

Και τα δυο χαρτιά είναι του ΙΚΑ.

Το πρώτο είναι μια συνταγή, όπου εμφανώς έχει προσθέσει μόνος του νωρίτερα (γι' αυτό ζήτησε το στυλό) κάτω από τα δυο ήδη γραμμένα φάρμακα, ένα ακόμη. Η προσθήκη φωνάζει από χιλιόμετρα καθώς είναι γραμμένο με κεφαλαία, άτσαλα γράμματα, και το χρώμα του στυλό διαφέρει. Προφανώς γι' αυτό και δεν δέχονται να του το δώσουν οι φαρμακοποιοί. Γι' αυτό και γιατί είναι αυστηρά συνταγογραφημένο φάρμακο προφανώς.

Το δεύτερο χαρτί όμως είναι που κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει. Είναι διάγνωση από γιατρό του ΙΚΑ και γράφει με μεγάλα γράμματα, ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ψυχωτικός.

Από το μυαλό μου περνάνε διάφορα, με βασικό το ότι πιθανότατα έχω να κάνω με επικίνδυνο άνθρωπο. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να μου δώσει ένα "χτύπημα καράτε", ή να ανοίξει την πόρτα και να πηδήξει έξω, ή να τραβήξει το χειρόφρενο και να καρφωθούμε πουθενά. Διαλέγω αυτή τη στιγμή για να παίξω με τη φωτιά.

-Τόση ώρα πηγαίνουμε και δεν μου είπες πως σε λένε, του λέω.

-Μιχάλη Παπαδόπουλο, απαντάει αμέσως.

-Έτσι ε; Οι συνταγές που έχεις δεν είναι δικές σου όμως ε;

-Δικές μου είναι.

-Τότε γιατί γράφουν Δαμιανός Φωτιάδης;

Το βλέμμα του σκοτεινιάζει.

-Είναι που η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε και άλλαξα όνομα. Τι μου το θυμίζεις τώρα...

-Άντε επίθετο να άλλαξες. Άλλαξες και μικρό όνομα;

-Ναι. Άσε μωρέ μη το συζητάς και στεναχωριέμαι.

Κατάλαβα. Μπλέξαμε. Το σοφότερο θα ήταν να τον αφήσω και να φύγω την επόμενη φορά που θα κατέβει από το αυτοκίνητο. Αλλά με πιάνει κι εμένα το πείσμα. Έχω φάει αρκετές "πατάτες", και δεν θα τον αφήσω να φύγει έτσι. Έχουμε μία ώρα στο δρόμο, έχουμε διασχίσει την πόλη από άκρη σε άκρη και έχουμε βγει εκτός πλέον. Στέλνω στα κρυφά (τυφλό σύστημα) μήνυμα στη γυναίκα μου με το ονοματεπώνυμο που είδα και δυο λόγια για την κατάσταση που βρίσκομαι, "για παν ενδεχόμενο".

Φτάνουμε στην Περαία και μπαίνει στο φαρμακείο. Βρίσκω την ευκαιρία και τηλεφωνώ στο Ραδιοταξί. Η εκφωνήτρια μου λέει ότι δεν είναι πελάτης και ότι πήρε με απόκρυψη, μάλλον από καρτοτηλέφωνο. Της εξηγώ τι έχει συμβεί (εξάλλου έχει παραξενευτεί και η ίδια γιατί επί μία ώρα ζητάω φαρμακεία από τα δυτικά όλο και ανατολικότερα). Συμφωνούμε να με καλεί κάθε λίγο στο CB, να ρωτάει που βρίσκομαι κλπ, και αν χρειαστεί να στείλει βοήθεια.

Ο τύπος επιστρέφει.

-Μπα δεν το έχουν. Αλλά μου είπαν να βρω έναν παθολόγο μέσα στο χωριό να με βοηθήσει.

Η ιστορία του μπάζει άσχημα πλέον, αλλά δεν δείχνει να το καταλαβαίνει. Τον πηγαίνω στον γιατρό, και βλέποντας το τηλέφωνο ιατρείου στην πινακίδα απ' έξω, του τηλεφωνώ, του εξηγώ τι συμβαίνει, και του ζητάω να βοηθήσει την κατάσταση. Δείχνει να με καταλαβαίνει. Λίγη ώρα μετά ο Μιχάλης-Δαμιανός επιστρέφει με μια κάρτα.

-Θα πάμε σε αυτόν τον γιατρό. Εκεί θα μου το γράψει το φάρμακό μου. (Η αλοιφή έχει πλέον γίνει φάρμακο)

Πάμε και στον άλλο γιατρό που είναι πνευμονολόγος. Όλη αυτή την ώρα η εκφωνήτρια με καλεί συχνά ρωτώντας που βρίσκομαι, και τελικά με παίρνει και τηλέφωνο.

-Μίλησα με τον αρχιεπόπτη του καναλιού, μου λέει. Άφησε τον "πελάτη" και φύγε.

-Τώρα μου την έχει δώσει. Όσο είμαστε σε κατοικημένη περιοχή και δεν κινδυνεύω, δεν τον αφήνω να πάει πουθενά.

Ο τύπος επιστρέφει από τον πνευμονολόγο. Είναι προφανές ότι τον έχουν κάνει μπαλάκι και τον ξεφορτώνονται με κάθε τρόπο καθώς κανείς δεν του γράφει το "συνταγογραφημένο" φάρμακο που θέλει.

-Πρέπει να βρούμε έναν οδοντίατρο, μου λέει.

-Νομίζω ξέρω που έχει οδοντίατρο του λέω. Διασχίζω την Περαία, φτάνω στους Νέους Επιβάτες, και σταματάω έξω από το αστυνομικό τμήμα.

-Ας; ρωτήσουμε εδώ. Θα ξέρουνε, του λέω.

-Καλά στην αστυνομία με έφερες; Εγώ σε εμπιστεύτηκα. Στραβώνει άσχημα και το πρόσωπό του παραμορφώνεται.

Ξεσπάω, εκ του ασφαλούς πλέον, τι διάολο, έξω από τμήμα είμαστε.

-Με εμπιστεύτηκες ε; Μου είπες ψέματα για το όνομά σου, με έχεις φέρει από τα Διαβατά στην Περαία, δεν έχεις λεφτά, πλαστογράφησες τη συνταγή, και ψάχνεις κι εγώ δεν ξέρω τι. Τι περιμένεις να κάνω; Έχεις να φοβηθείς τίποτε από την αστυνομία;

-Όχι.

-Πάμε τότε.

Μπαίνουμε στο τμήμα. Εξηγώ στον αξιωματικό υπηρεσίας την κατάσταση. Του ζητάει τα στοιχεία του. Εδώ του δίνει κατ' ευθείαν τα "κανονικά' του. Ο αστυνόμος παίρνει τα στοιχεία και τα στέλνει με φαξ στα κεντρικά προφανώς. Μας ζητάει να περιμένουμε έξω, στον προθάλαμο. Ο χώρος είναι μεγάλος κι εγώ φροντίζω να κρατάω αποστάσεις.

ο Μιχάλης-Δαμιανός με κοιτάζει με μίσος και εκτοξεύει απειλές. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και ένας ειδικός φρουρός, ο οποίος του λέει:

-Έλα τι λόγια είναι αυτά; Μη με αναγκάσεις να σε συλλάβω. Φρόνιμα.

Δεν μπορεί να συγκρατήσει την νευρικότητά του πλέον. Στριφογυρίζει σαν αγρίμι σε παγίδα. Στο μεταξύ ο αξιωματικός υπηρεσίας με φωνάζει μέσα. Μπαίνω στο γραφείο του, και πίσω μου μπαίνει ο Μιχάλης-Δαμιανός.

-Τον κύριο θέλω μόνο, τον διώχνει ο αστυνόμος.

Φεύγει και ξαναγυρίζει αμέσως.

-Ρε φύγε σου είπα, του αγριεύει ο αξιωματικός.

Με τα πολλά φεύγει.

-Καλά ρε φίλε που πήγες και έμπλεξες, μου λέει ο αστυνόμος. Αυτός είναι ψυχοπαθής.

Του εξηγώ τι έγινε, με περισσότερες λεπτομέρειες.

-Εντάξει, πάρτον από εδώ και πήγαινέ τον σπίτι του. Δεν έχει φάκελο, αλλά δεν είναι και καλά.

-Κοιτάξτε, εγώ τον έφερα εδώ γιατί δεν νοιώθω καμία ασφάλεια να τον έχω μέσα στο ταξί. Και σίγουρα δεν πρόκειται να τον ξαναβάλω μέσα. Έτσι όπως την ψώνισε μαζί μου που τον έφερα εδώ, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει στο δρόμο. Αφού δεν είναι καλά. Το είπατε και μόνος σας.

- Δεν έχεις και άδικο. Έχει κόλλημα με το καράτε είπες. Καλά, περίμενε λίγο να δούμε τι θα κάνουμε.

Δίνει τα χαρτιά σε κάποιον με πολιτικά, της ασφάλειας. Λίγη ώρα μετά μας φωνάζουν σε ένα διπλανό γραφείο. Επαναλαμβάνω την ιστορία μου. Οι άνθρωποι δείχνουν κατανόηση. Κάνουν μερικές "ψαρωτικές" ερωτήσεις στον Μιχάλη-Δαμιανό και τελικά βρίσκουν στο τηλέφωνο τον αδελφό του.

-Ο αδελφός του θα έρθει να τον πάρει. Αν θέλεις φύγε, μου λένε.

-Κοιτάξτε, έχω πέντε ώρες που τραβιέμαι με αυτή την ιστορία. Θέλω να αποζημιωθώ. Θα περιμένω να έρθει να δω τι θα μας πει κι αυτός. Και αν δεν θέλει να με αποζημιώσει, θα έχω χάσει άλλη μια ώρα. Εντάξει.

Βγαίνουμε ξανά έξω. Ο δικός μου κάνει τράκα από τον ειδικό φρουρό, καφέ από το μηχάνημα, και το κινητό του για να πάρει τον αδελφό του. Με κάθε ευκαιρία με κοιτάζει με ύφος που θα ψάρωνε τον Τσακ Νόρις. (Θα νόμιζε ότι κοιτάζει στον καθρέφτη που εξαφανίζει το μούσι και το καπέλο του).

-Θα σε φτιάξω εσένα, μου λέει. Ιδιοκτήτης είσαι; Θα σου κάνω μήνυση και θα σου πάρω το ταξί. Πώς σε λένε πες μου. Τα στοιχεία σου. Ο δικηγόρος μου θα σε κάνει σκόνη. Την έβαψες σου λέω.

Δεν απαντάω σε τίποτε. Δεν έχει και νόημα. Επικοινωνώ με το ραδιοταξί και το σπίτι μου να ενημερώσω ότι τουλάχιστον δεν κινδυνεύω και περιμένω.

Κάποια στιγμή που με απειλεί, περνάει ένας άνθρωπος που δεν τον έπιανε το μάτι σου. Τον κοιτάζει και του λέει «Τι θα γίνει μ’ εσένα θα ηρεμήσεις ή θα σε κλείσω μέσα;». Ο Μιχάλης-Δαμιανός σταματάει για λίγο και μετά του λέει: «Γιατί τι έκανα, δεν έκανα τίποτε». Οπότε ο άλλος σταματάει ξαφνικά, γυρνάει και τον καρφώνει με ένα βλέμμα που πραγματικά θα πάγωνε το αίμα στις γενετικά εξελιγμένες φλέβες του Τσακ Νόρις. Τον καρφώνει έτσι μερικά δευτερόλεπτα και μετά του λέει «Τίποτε δεν έκανες; Θα βρω εγώ κάτι να έχεις κάνει μην ανησυχείς». Καλά να είναι ο άνθρωπός, από εκεί και πέρα ο Μιχάλης-Δαμιανός έκοψε το ύφος και ψαχνόταν σε ποιον να πάει να κολλήσει.

Καμιά ώρα μετά έρχεται και ο αδελφός του. Το παλικάρι φαίνεται εντάξει. Ο διοικητής μας καλεί στο γραφείο του, εμένα και τον αδελφό.

-Τι να σας πω κύριε αστυνόμε, λέει ο αδελφός. Δεν ξέρω τι να κάνω με τον Δαμιανό. Την άλλη φορά πήρε ταξί και ήρθε στην Κατερίνη που δουλεύω και βγήκε και με έψαχνε. Ρεζίλι με έκανε στον κόσμο, κι εγώ πλήρωσα τον ταξιτζή που τον έφερε μέχρι εκεί.

-Έχει νοσηλευτεί;

-Ναι αλλά το έσκασε

-Παίρνει κάποιο επίδομα.

-Ναι.

-Χρησιμοποίησέ το για να τον πας κάπου να τον ελέγχουν, σε καμιά ιδιωτική κλινική, ίσως και να τον κάνουν καλά αν επιδέχεται θεραπείας. Γιατί τον αφήνεις να κυκλοφορεί;

-11 φορές το έχει σκάσει.

-Κοίτα, επεμβαίνω εγώ. Έτυχε και μπήκε στο ταξί μου και έπεσε σ' εμένα. Τον πήρα με το καλό και δεν είχαμε έκτροπα. Τι θα γινόταν αν έπεφτε σε κανένα νευρικό συνάδελφο και έπεφτε ξύλο; Ή αν προκαλούσε ατύχημα; Ή αν τον παρατούσε πουθενά στις ερημιές; Ο αστυνόμος έχει δίκιο. Φρόντισε να μπει κάπου να τον προσέχουν σωστά, μην το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Δεν φταίει ο υπόλοιπος κόσμος.

Τον φωνάζουν μέσα. Έρχεται και λέει:

-Θέλω να κάνω μήνυση σε αυτόν τον ταξιτζή.

-Μήνυση να κάνεις; Λεφτά έχεις να τον πληρώσεις τώρα;

-Όχι.

-Με το ζόρι τον κρατάω μην σου κάνει μήνυση αυτός και σε πάω μέσα αυτόφωρο. Που πας και παίρνεις ταξί χωρίς λεφτά; τον φοβερίζει ο αστυνόμος.

-Εντάξει, συγνώμη. Γυρίζει στον αδελφό του. Ένα ΧΧΧΧΧ (δεν θυμάμαι πλέον ποιο ψυχοφάρμακο) ήθελα και δε μου δίνανε, τι να έκανα; Έφτιαξα λίγο τη συνταγή.

-Αυτό θα κάνω ότι δεν το άκουσα, λέει ο αστυνόμος. Αποζημίωσε τώρα τον ταξιτζή να πάει στη δουλειά του και όπως είπαμε.

Παίρνω την "αποζημίωση" (τον λυπάμαι τον άνθρωπο, και του λέω το ποσό που έγραφε το ταξίμετρο όταν σταματήσαμε έξω από την αστυνομία δυο τρεις ώρες πριν) και συνεχίζω τη δουλειά μου. Λίγες ώρες μένουν πριν την άδεια. Τι μπορεί να συμβεί;

Χα!

Υ.Γ. Να υπογραμμίσω ξανά ότι έχουν αλλαχτεί πρόσωπα, ονόματα, τοποθεσίες κλπ.

Τα πρόσωπα των αστυνομικών που συνάντησα, δεν τα θυμάμαι πλέον, καθώς έχω ιδιαίτερα κακή μνήμη με τα πρόσωπα, αν και θυμάμαι γενικά άλλα πράγματα. Απλώς πρόσωπα ΔΕΝ συγκρατώ, ποτέ δεν συγκρατούσα.

Από την άλλη, κρίμα που δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος γιατί ήταν μια από τις φορές που χάρηκα την αστυνομία να δείχνει ανθρώπινο πρόσωπο και να κάνει σωστά τη δουλειά της. Τον τρομάξανε όσο χρειαζόταν για να κάτσει φρόνιμα, αλλά κατά τα άλλα τον φρόντισαν με κάθε τρόπο. (Έκανε θραύση στους αυτόματους πωλητές, με ξένα κέρματα πάντα) Και εμένα μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά και με κατανόηση για την κατάσταση και τους ευχαριστώ για όλα. Χωρίς γλειψίματα κλπες αηδίες, δεν νομίζω ότι διαβάζουν το blog μου :)

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Το μπουκάλι

H κυρία εμφανίζεται ξαφνικά από την είσοδο οικοδομής στην Β. Όλγας και κάνει σινιάλο. Φοράει ρόμπα και από κάτω νυχτικιά, ενώ στα χέρια κρατάει ένα πορτοφολάκι και ένα γυάλινο μπουκάλι με κάτι ακαθόριστα κίτρινο μέσα.

Η ώρα είναι κοντά στις δύο τα ξημερώματα.

-Σταυρούπολη πάμε γρήγορα σε παρακαλώ, λέει.

-Που ακριβώς;

-Πάμε και θα σου πω φτάνοντας.

Η αμφίεσή της είναι παράξενη, αλλά μπορεί να υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση. Μπορεί να πηγαίνει σε άρρωστο (μωρό της αδελφής/κόρης/ιδίας πχ.) κουβαλώντας κάποιο γιατροσόφι (χαμομήλι με μέλι, ρεβυθόζουμο, μολυβδόνερο, κάτι). Έχει το ταραγμένο ύφος ανθρώπου που του συμβαίνει κάτι δυσάρεστο πάντως, και καθ' οδόν διευκρινίζει:

-Θα με περιμένετε λιγότερο από ένα λεπτό και θα με φέρετε πίσω;

-Φυσικά.

Φτάνουμε τελικά στον τόπο του προορισμού μας και κατεβαίνει.

-Ένα λεπτό έρχομαι, λέει και κατευθύνεται σε μια οικοδομή. Αντί όμως να πάει προς την είσοδο, κάνει αριστερά και μπαίνει ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, στον ακάλυπτο χώρο δίπλα. Χάνεται για λίγο στο σκοτάδι, για να επανεμφανιστεί, χωρίς το μπουκάλι αυτή τη φορά.

-Εντάξει, πάμε πίσω τώρα, λέει.

-Που είναι το μπουκάλι που κρατούσατε;

Ταράζεται με την παρατήρηση.

-Εεε...το πέταξα.

-Κοιτάξτε, συγνώμη κι όλα, αλλά επειδή μπήκατε στο πάρκινγκ, το μυαλό μου δεν μπορεί να πάει σε τίποτε καλό. Αν ρίξατε τίποτε οξέα στο αυτοκίνητο κάποιου πείτε το, γιατί αν μας είδανε, θα βρω κι εγώ το μπελά μου.

-Οξέα; Όχι, όχι, απαντάει.

-Ε τότε τι κάνατε;

-Τίποτε. [Ναι καλά]

Συγνώμη αλλά αν κάνατε κάτι παράνομο είμαι ουσιαστικά συνυπεύθυνος. Μήπως πρέπει να σας πάω μόνος μου στην αστυνομία για να μη βρω τον μπελά μου; [Εκείνη την ώρα δεν είναι καθόλου αστείο :) ]

Διστάζει να απαντήσει για λίγο, αλλά τελικά απαντάει, σχεδόν χωρίς να πάρει αναπνοή ανάμεσα στις φράσεις.

-Ο άντρας μου. Με απατάει. Δεν θέλω να τον χωρίσω όμως. Θέλω να γυρίσει πίσω. Γι' αυτό πήγα και μου φτιάξανε αυτό το μαγικό νερό. Και να τον παρακολουθήσουν. Με πήρε πριν λίγο ο ντετέκτιβ και μου είπε ότι είναι εδώ σε αυτήν την τσούλα. Ήρθα κι εγώ και έριξα το νερό στο αυτοκίνητό του, ώστε εδώ να μη ξανάρθει, και σε μένα να γυρίσει.

-Μάλιστα κατάλαβα και λυπάμαι. [Τι να πώ;] Και το πληρώσατε ακριβά αυτό το "μαγικό νερό"; [αυτό θα πω!]

Η φωνή της χαμηλώνει συνομωτικά.

-Κάτι οικονομίες που είχα για μια ώρα ανάγκης, τις έδωσα όλες, ψιθυρίζει σχεδόν. Πέντε χιλιάδες ευρώ. Αλλά δεν με νοιάζει. Είναι ο άνθρωπός μου και τον θέλω πίσω.

Τι να πω; Ελπίζω να γύρισε και να ευτυχούν, μην πήγαν τζάμπα οι οικονομίες…

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Σύνδεση υπολογιστή με τηλεόραση

Για όσους θέλουν να συνδέσουν τον υπολογιστή με την τηλεόρασή τους, ορίστε ένα link που παραπέμπει στο etsiginetai.blogspot.com, όπου έκανα το σχετικό post. Το post αυτό αφορά στην απλούστερη σύνδεση υπολογιστή με τηλεόραση που φυσιολογικά θα λειτουργήσει σε οποιαδήποτε τηλεόραση.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Όταν πίνεις, ξεχνάς...

Βρίσκομαι στους Αμπελόκηπους (κέντρο-δυτικά της πόλης) και κατευθύνομαι προς το κέντρο όταν με σταματάει ένας τύπος κοντά στα 45. Μπαίνει και κάθεται μπροστά, και μαζί του κάθεται το άρωμα των προβλημάτων: Ρετσίνες. Πολλές ρετσίνες.

Με κοιτάζει με θολό βλέμα και μου λέει δείχνοντας προς τη Νεάπολη (βορειοδυτικά):

-Εδώ κοντά θα πάμε, μέχρι την Καλαμαριά.

-Βεβαίως, απλώς η Καλαμαριά είναι προς τα εκεί (του δείχνω νοτιοανατολικά) και δεν είναι και κοντά. Είναι στην άλλη άκρη της πόλης.

-Που είναι; αγριεύει.

-Προς τα εκεί, και κάπως μακριά, επαναλαμβάνω. Στους Αμπελόκηπους είμαστε τώρα.

-Στους Αμπελόκηπους είμαστε; ΠΩΣ βρέθηκα εγώ εδώ;

-Δεν έχω ιδέα.

Ξεκινάμε για την Καλαμαριά, και ο τύπος παραμιλάει τα μεθυσμένα δικά του. Σε κάποιο φανάρι, ένα ζευγάρι πλησιάζει και ρωτάνε αν βολεύει να τους πάρουμε μαζί. Πηγαίνουν και αυτοί Καλαμαριά. Τυχερός. Όταν έχεις να κάνεις με μεθυσμένο, όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα.

Μπαίνουν μέσα και ο δικός μου μπροστά συνεχίζει τις ασυναρτησίες. Εγώ γυρίζω και τους κάνω νόημα ότι έχει πιει. Όχι ότι χρειαζόταν βέβαια.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ο τύπος γυρίζει πίσω και λέει:

-...και θα ξαναπάμε τότε. Έτσι δεν είναι ρε Σταύρο;

Κοιτάζει έκπληκτος γιατί δεν βλέπει τον Σταύρο πίσω, αλλά ένα άγνωστο ζευγάρι. Γυρίζει σ' εμένα.

-Που είναι ο Σταύρος;

-Δεν ξέρω. Μόνος μπήκατε στο ΤΑΞΙ.

-Μόνος; Και που διάολο είναι ο Σταυρός;

-Τι να σας πω; Δεν ξέρω.

-Πωωω ρε γαμώτο. Που τον άφησα τον Σταύρο;

Αφού σε χαλάει, τι το πίνεις;

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Χιόνι, Βροχή, παλιόκαιρος και ΤΑΞΙ

Αυτές τις μέρες με τα χιόνια στην Αθήνα (ειδικά την πρώτη μέρα που χιόνισε) είδα αρκετούς στην τηλεόραση να λένε "που είναι τα ΤΑΞΙ; Να βγούνε να βοηθήσουνε την κατάσταση τώρα, δεν είναι επαγγελματίες, κλπ κλπ".
Θυμήθηκα αυτομάτως μια παρόμοια κατάσταση πριν μερικά χρόνια στην Θεσσαλονίκη. Ήταν τις μέρες της Δ.Ε.Θ. (Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης) όταν ξαφνικά ένα απόγευμα άνοιξαν οι ουρανοί και έριξε έναν κατακλυσμό. Εγώ έτυχε να βρίσκομαι στο Ωραιόκαστρο στο ξεκίνημα της βροχής, και εκεί παρέμεινα για πάνω από δυο ώρες (ουσιαστικά αποκλεισμένος), καθώς άκουγα τόσο από το CB όσο και από το ραδιόφωνο ότι το "πέρασμα" προς την πόλη (περιοχή αερογέφυρας Σταυρουπόλεως) είχε πλημμυρίσει.

Την ίδια ώρα στο μεγάλο ενημερωτικό ραδιόφωνο, ακροατές φωνάζανε αντιστοίχως για την «εξαφάνιση» των ΤΑΞΙ αυτή τη δύσκολη ώρα. Την ίδια ώρα που στο CB συνάδελφος έβλεπε το αυτοκίνητό του να παρασύρεται προς τη θάλασσα (ευτυχώς γλύτωσαν όλοι, επιβάτες, οδηγός και αυτοκίνητο, το τελευταίο με μεγάλες ζημιές από τα νερά).

Θυμίζω λοιπόν ότι:

Ο οδηγός του ΤΑΞΙ είναι (πιθανόν) ένας έμπειρος οδηγός. ΔΕΝ είναι πλήρωμα σωστικού συνεργείου, ούτε οδηγός ειδικών διαδρομών.

Το ΤΑΞΙ είναι ένα κανονικό μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο. Ούτε 4Χ4 είναι, ούτε ερπιστριοφόρο παντός καιρού. Αν ο καιρός δεν επιτρέπει την μετακίνηση των συμβατικών οχημάτων, το ΤΑΞΙ δεν αποτελεί εξαίρεση.

Το ΤΑΞΙ επιτελεί κοινωνικό έργο σε ορισμένες περιπτώσεις. Όμως, ΔΕΝ είναι ούτε το 100, ούτε η Πυροσβεστική, ούτε καν οδική βοήθεια. Αν πάθει κάτι το αυτοκίνητο, ο οδηγός ή οι επιβάτες, η ευθύνη είναι του οδηγού. Και η πληρωμή των ζημιών επίσης. Αναρωτιέμαι πόσοι από αυτούς που φωνάζουν θα έβγαζαν την «περιουσία» τους στο δρόμο να κινδυνεύει για 3 ευρώ/διαδρομή. Και τι θα έλεγαν μετά στον συνεργάτη τους και στην οικογένειά του. (Συνήθως κάθε ΤΑΞΙ έχει δυο ιδιοκτήτες). «Τις λυπήθηκα τις γιαγιάδες και τις ανέβασα δυο μέτρα μέχρι το σπίτι τους, και μετά τράκαρα γιατί γλίστρησα στους πάγους»; Καλύτερα να κατέβω και να τις βοηθήσω. Αυτό έχω κάνει, τώρα που το σκέφτομαι. Και από θαύμα γλύτωσαμε όταν έκανα το αντίθετο. Θυμάμαι στο Νόμο Πανοράματος, με χίονι πριν μερικά χρόνια. Που "ο δρόμος ανοιχτός είναι, το πρωί έφυγε ο άντρας μου χωρίς αλυσίδες." Άσπρισαν πολλές τρίχες μου εκείνο το απόγευμα. Και η πλάκα είναι πως έτυχε στη ζωή μου να έχω οδηγήσει σε χιόνι αρκετά χιλιόμετρα, χωρίς αλυσίδες, στο παρελθόν, και δεν πάτησα σε εκείνες τις κατηφόρες του Πανοράματος σαν πρωτάρης πιστέψτε με. Αλλά η ψυχική οδύνη και μόνο δεν καλύπτεται από κανενός είδους κόμιστρα :) Να λείπουν τα extreme sports με τα εργαλεία της δουλειάς καλύτερα :) Για την ιστορία ,αργότερα έμαθα ότι ο άντρας της είχε φύγει το πρωί, που ακόμη δεν είχε χιονίσει καλά καλά. Όταν τον πήρε τηλέφωνο, όταν τελικά βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο που ήταν πλέον εντάξει.

Οι περισσότεροι έχουμε αλυσίδες για τα χιόνια. Για μια ώρα ανάγκης. Η ιδέα όμως ότι βγαίνω με το χιόνι, ταλαιπωρώ απεριόριστα το αυτοκίνητο για 10+ ώρες με αλυσίδες (κάνοντας ζημιές πολλαπλάσιες των εσόδων) ενώ ταυτόχρονα κινδυνεύουμε (επιβάτες, οδηγός, ΤΑΞΙ), δεν στέκει.


Καλά χιλιόμετρα σε όλους.
Με πολλλλή προσοχή

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Προφίλ επιβατών κινδύνων για την ψυχική υγεία.

Παιδάκια που τρώνε

-Να φάει το κουλούρι/σοκολάτα/πατατάκια του; Θα προσέχουμε δεν θα λερώσει.

Η μαμά που το λέει αυτό μάλλον εννοεί "δεν θα λερώσει τα ρούχα του". Εννέα στις δέκα φορές, το πίσω κάθισμα, θα είναι γεμάτο σουσάμι, λιωμένες σοκολάτες, σπασμένα πατατάκια, σακουλάκια από καραμέλες, τσίχλες και λοιπά. Δεν με πειράζει να τα καθαρίσω. Αλλά μη με διαβεβαιώνεις ότι δεν θα αφήσεις τίποτε πίσω σου, και γίνομαι εγώ ρεζίλι για το "βρώμικο" ΤΑΞΙ στους επόμενους επιβάτες.

Πολλές φορές εξίσου άτσαλα τρώνε και οι ενήλικες. Καμιά φορά και χειρότερα.

Καυγάδες

Ένας καυγάς είναι εκ των πραγμάτων δυσάρεστη κατάσταση. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν συμβαίνει σε απόσταση αναπνοής μεταξύ ανθρώπων που δεν ξέρεις, δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν ακούς, δεν σε αφορά για να πάρεις θέση, δεν ξέρεις ποιος έχει δίκιο γιατί δεν ξέρεις όλη την ιστορία έτσι κι αλλιώς. Σας παρακαλώ, μαλώστε όταν κατεβείτε. ΤΑΞΙ είναι, όχι αρένα.

(και εγώ ΔΕΝ είμαι διαιτητής, ούτε δημοσιογράφος συντονιστής)

Κλάματα

Κατ' αρχήν έχουμε τις γιαγιάδες που έχουν το δάκρυ εύκολο. Ξεκινούν να σου λένε μια ιστορία, και ξαφνικά ανακατεύουν κάτι δυσάρεστο και το δάκρυ τρέχει κορόμηλο. Ευτυχώς, συνήθως επανέρχονται δυο φράσεις μετά και θυμούνται κάτι ευχάριστο και γελάνε. Αν όχι με ένα "Σας παρακαλώ μη κλαίτε και μου ραγίζετε την καρδιά" συνήθως πιάνουν το λεκτικό σωσίβιο που τις ξαναβγάζει στην επιφάνεια.

Τα "πιτσιρίκια" κλαίνε για την σχέση που τελείωσε πριν λίγο. Για την σχέση που τελειώνει εκείνη την ώρα με SMS στο κινητό τους. Την επόμενη στιγμή θα ψάχνονται να στείλουν SMS αναζητώντας καινούρια σχέση βέβαια, οπότε χαλαρά.

Όταν όμως πέσεις στον άνθρωπο που του συμβαίνει κάτι πραγματικά τραγικό εκείνη τη στιγμή, εύχεσαι να είχε μπει σε κάποιο άλλο ΤΑΞΙ, με κάποιον αναίσθητο σκληρόπετσο συνάδελφο που δεν θα έδινε σημασία. Η συναισθηματική αποστασιοποίηση κάτι τέτοιες στιγμές σώζει. Όποιον μπορεί να την πετύχει. Εγώ δεν τα καλοκαταφέρνω πάντα οπότε, "σας παρακαλώ, μη κλαίτε και μου ραγίζετε την καρδιά". Και σε αυτές τις περιπτώσεις, το εννοώ.

Ιστορίες με αρρώστιες και θανάτους

Στο σπορ τέτοιων ιστοριών επιδίδονται κυρίως γυναίκες κάποιας ηλικίας. Με κάθε αφορμή θα ξεκινήσουν την δική τους λυπητερή ιστορία, για αρρώστιες, φάρμακα, νοσοκομεία, θανάτους. Όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή. Το ξέρω. Και έχω τους δικούς μου λόγους να προτιμώ να μην το θυμάμαι με κάθε ευκαιρία. Πλέον, όταν αρχίζουν τέτοια ιστορία διακόπτω ευγενικά λέγοντας " Είναι δυνατόν να μιλήσουμε για οτιδήποτε άλλο εκτός από αρρώστιες και θανάτους; Το θέμα με στεναχωρεί". Και συνήθως σταματάνε. Συνήθως εντελώς, γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο να πούνε εκτός από αυτά που μαυρίζουν την καρδιά.

Σαλιαρίσματα

Τα σαλιαρίσματα στο πίσω κάθισμα είναι σχεδόν ότι χειρότερο μπορεί να συμβαίνει. Το κακό ξεκινάει σχεδόν πάντα ο ένας από τους δύο του ζευγαριού. Συνήθως ο λιγότερο όμορφος ή περισσότερο ανασφαλής, αρχίζει να φιλάει το ταίρι του με έναν ρυθμό περίπου ένα φιλί ανά 10-20 δευτερόλεπτα, προσπαθώντας α) να εκβιάσει την ανταπόκρισή του και β) να επιδείξει το τρόπαιό του στον κόσμο (σ’ εμένα κυρίως αφού εγώ είμαι εκεί, ούτε ένα μέτρο μακριά). Τα φιλιά αυτά είναι συνήθως ηχηρά με έναν αηδιαστικό τρόπο (σαν αυτά που σκάει η αντιπαθητική ιδρωμένη θεία στο κακόμοιρο πιτσιρίκι) και συνοδεύονται από άγαρμπα αγκαλιάσματα και χάδια.

Με το ζόρι συγκρατώ ατάκες όπως "αν μείνει έγκυος εδώ μέσα, εγώ δεν γίνομαι νονός να ξέρετε", "μήπως θέλατε να μπείτε σε ξενοδοχείο και μπήκατε στο ταξί;", "να χρεώσω το δωμάτιο με την ώρα ή θα μείνετε όλη τη νύχτα;", "περιμένετε να σβήσω την κάμερα ασφαλείας γιατί σε λίγο θα μεταδίδω τσόντα στο κέντρο".

(Αν υπάρχει εσωτερική κάμερα ασφαλείας στο ΤΑΞΙ και αν μεταδίδει στο κέντρο, είναι κάτι που θα αφήσω να αιωρείται)

Πάρτυ κοριτσιών

Τρία ή τέσσερα κορίτσια, ηλικίας από 16 μέχρι 76 ετών εισβάλουν στο ταξί. Σκοπός τους είναι να μιλάνε όλες μαζί ταυτόχρονα (και όταν μιλάει η μία μόνο, οι υπόλοιπες βγάζουν χορωδιακά επιφωνήματα και γέλια). Οι συχνότητες των φωνών τους είναι ψηλά, και οι εντάσεις ψηλότερα. Επίσης, ακόμη και αν τα κορίτσια είναι 76 χρονών, σε αυτές τις φάσεις οι συζητήσεις τους αγγίζουν τα όρια της ακατέργαστης βλακείας. Έλεος! (Δεν έχει έλεος, μόνο το τέλος της διαδρομής).

Σε ορισμένες περιπτώσεις ασχολούνται και μαζί μου ξαφνικά (Είστε παντρεμένος; Πόσα παιδιά έχετε; Οδηγάτε χρόνια ταξί;) κλπ κλπ. Τον ρόλο συνήθως τον αναλαμβάνει μια τολμηρή, ενώ οι υπόλοιπες ακούνε όλο ενδιαφέρον, γελάνε και στριγκλίζουνε και μαζεύουν υλικό για να με θάψουν αργότερα.

Μερικές φορές, μετά από 10 λεπτά τσιρίδων, ξαφνικά κάποια πετάει ένα "¨τον ζαλίσαμε τον άνθρωπο σταματήστε". Εγώ συνήθως απαντάω διφορούμενα: "Μπα συνηθισμένος είμαι".

Μόλις κατέβουν πάντως, συνήθως ή βάζω κάποιο αγαπημένο τραγούδι και το δυναμώνω, ή κλείνω κάθε μουσική και CB για να συνέλθω από το πακέτο.

Χοντρό καμάκι στις απ' έξω

Στη θάλασσα ο καπετάνιος έχει δικαιώματα περίπου Αυτοκράτορα. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα ήθελα να συμβαίνει το ίδιο και με το ταξί. Γιατί όταν καθώς περνάω δίπλα από κορίτσια, οι μαντράχαλοι που μπήκαν για πελάτες ανοίγουν παράθυρα και αρχίζουν χοντράδες, μου έρχεται να ανοίξω τις πόρτες και να τους πετάξω στη θάλασσα. Και βάζω πάγο αμέσως, καθώς συνήθως γυρνάνε γελώντας και περιμένοντας την επιδοκιμασία μου και συναντάνε το Έβερεστ.

-Σας παρακαλώ μη μιλάτε έτσι όσο βρίσκεστε μέσα σε αυτό το ΤΑΞΙ, θα αναγκαστώ να σας κατεβάσω κάτω ή να φωνάξω την αστυνομία, λέω συνήθως και μου επιστρέφονται μασημένα «συγνώμη» ή «έλα μωρέ τώρα, τι είπαμε;».

Όχι μακάκα, δεν θα λες εσύ τις χοντροκομμένες βλακείες σου (εκ ‘του ασφαλούς) από το ΤΑΞΙ που οδηγάω εγώ. Δεν είμαι πουριτανός. Απλώς δεν αντέχω τις γλοιωδίες.

Κραυγές στο κινητό

Συνήθως οδηγάω με κλειστά παράθυρα (και κλιματισμό, χειμώνα / καλοκαίρι), εκτός από κάποιες φάσεις που ανοίγω για ανανέωση του αέρα. Αυτό συμβαίνει επειδή προτιμώ να εισπνέω όσο το δυνατόν λιγότερο τη θολούρα που ονομάζεται αέρας μέσα στη κίνηση, και να μην ακούω τον θόρυβο του δρόμου. Από τα αυτοκίνητα μέχρι τα περαστικά στερεοφωνικά. Η μουσική παίζει χαμηλά. Το CB επίσης. Γενικά μέσα στο ΤΑΞΙ επικρατεί σχετική ησυχία. Και ξαφνικά ο επιβάτης (συνήθως η επιβάτιδα) αρχίζει να μιλάει στο κινητό. Να φωνάζει στο κινητό δηλαδή. Τόσο δυνατά που η χρήση του φαίνεται άσκοπη. Κλείστο το ρημάδι, άνοιξε το παράθυρο και συνέχισε με την ίδια ένταση. Θα συνεχίσουν να σε ακούνε. Και αν μιλούσες με καμιά φίλη σου, θα την ακούμε κι εμείς να τσιρίζει.

Αν το πράγμα τραβήξει πάνω από πέντε λεπτά δυναμώνω το ραδιόφωνο. Και το CB. Συνήθως το πιάνουνε το υπονοούμενο.

Χτύπημα κερμάτων

Σαν το μαρτύριο της σταγόνας, το παιχνίδι μερικών με τα κέρματα στο χέρι τους μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για τα νεύρα. Από τη μία ο ακατάσχετα επαναλαμβανόμενος ήχος του κέρματος πάνω σε κέρμα είναι ενοχλητικός σαν πετραδάκι στο παπούτσι. Από την άλλη εμπεριέχεται ένα υπονοούμενο τύπου "ακούς; έχω λεφτά να σε πληρώσω", από μερικούς. Μπράβο. Βάλτα τώρα στη τσέπη σου γιατί για τον ψυχίατρο και τα φάρμακα που θα χρειαστώ με αυτό που κάνεις, δεν φτάνουνε.

Απεραντολογίες

Δεν με πειράζουν τα πολλά λόγια, όταν έχουν περιεχόμενο. Μερικές φορές όμως ο μονόλογος πάει κάπως έτσι: "Αμάν αυτές οι γυναίκες. Έβλεπα στην τηλεόραση, ξέρετε τι; Χαχα (παύση) Εμ, έχει είκοσι, τριάντα χρόνια; Το εβδομήντα οχτώ πρέπει να ήταν. Έδειχνε λοιπόν η τηλεόραση έναν επιστήμονα. Νομίζω κτηνίατρος, δεν είμαι και σίγουρος. Χμμμ.(παύση). Φυσικός ήτανε; Εκείνα τα χρόνια ξέρεις, η τηλεόραση ήταν πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ καινούριο πράγμα. Ραδιόφωνα μόνο είχαμε κι εκείνα με το ζόρι. Ήταν φτωχά χρόνια. Αλλά περνούσαμε καλά. ¨Είμαστε πιο ήσυχοι. (Παύση). Έλεγε αυτός στην τηλεόραση λοιπόν ότι είναι κακό να βράζουμε φαγητά και να τα βάζουμε στην κατάψυξη, Όχι ότι είχαμε καταψύξεις τότε σαν αυτές τις σημερινές. Ο γιος μου έχει πάρει έναν καταψύκτη ξεχωριστό. Είναι που έχουμε κάτι ζαρζαβατικά στο εξοχικό. Στο χωριό της γυναίκας μου. Όχι ότι της αφήσαν οι γονείς της σπίτι. Μόνοι μας το φτιάξαμε. Έχω κουβαλήσει τούβλα βράδυ εγώ εκεί. Τότε με τα παράνομα. (Παύση). Και πάει η γυναίκα μου και μου βγάζει φαγητά από το ψυγείο και το ζεσταίνει. Και με πιάνει το στομάχι μου. Γι' αυτό σου λέω. Αμάν αυτές οι γυναίκες. Δεν συμφωνείς;"

Αν συμφωνήσω θα σταματήσετε γιατί μου έχετε διυλίσει τον εγκέφαλο;





Υ.Γ. (Μη χάνετε τον χρόνο σας με το Υ.Γ. αν δεν ασχολείστε με ασήμαντες λεπτομέρειες)

Το παραπάνω γράφτηκε με αφορμή "Σαλιαρίσματα" στο πίσω κάθισμα. Σχεδόν πριν κατέβει το ζευγαράκι, άφησα για λίγο το subtitle workshop, πάντα χρήσιμο στα απίστευτα μποτιλιαρίσματα της Εγνατίας, και σημείωσα το θέμα στο wordpad.Βρήκα καλή ιδέα να προσθέσω και τα υπόλοιπα σπαστικά "εντός" του ΤΑΞΙ μαζεμένα. Προφανώς όχι όλα. Και ελπίζω όχι μόνο τα προφανή.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Κακό "παρκάρισμα"

Αν και υπάρχει κάποιο υλικό για προσωπική χρήση (αναμνηστική, μη φανταστείτε), αποφεύγω να ανεβάζω στο internet φωτογραφίες (ή video) ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Εκτός και αν «πιξελάρω» κι εγώ με μωσαϊκό τα πρόσωπα, και αλλάξω τις φωνές σε βαθμό μη αναστρέψιμο, άρα και μη αναγνωρίσιμο σε καμία περίπτωση. Δεν ξέρω, θα δείξει.

Η παρακάτω φωτογραφίες όμως αποτελούν εξαίρεση.
Τον εικονιζόμενο (ή εικονιζόμενη, αλλά σαν αγοράκι μου φάνηκε) τον συνάντησα Παρασκευή μεσημέρι στην Εγνατία, λίγο πριν την Αγίας Σοφίας με μέτωπο το Βαρδάρι. Βρισκόταν στον λεωφορειόδρομο στην άκρη, και έδειχνε εξοικειωμένος με την κατάσταση. Φυσικά το σημείο που στεκόταν είχε προσθέσει χάος στο τρέχον μποτιλιάρισμα εκεί, όπου λόγω των έργων για το μετρό, οι τρεις λωρίδες γίνονται ξαφνικά δύο.

Μέχρι που ήρθε το Λεωφορείο και ο άνθρωπος «φίλος» του αναγκάστηκε να σβήσει το τσιγάρο που κάπνιζε σε παρακείμενα σκαλάκια, και να πάει να τον μαζέψει. Ο εν λόγω άνθρωπος ήταν ένας ωραίος τύπος που έδειχνε κοντά στα εβδομήντα, με τη μουστάκα και το χμμμ ας πούμε βουνίσιο καπέλο του.

Αυτό το πράγμα πάνω του είναι αφίσες κολλημένες μεταξύ τους, ή μια μεγάλη, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, ήταν πάντως ξεπλυμένες από την βροχή και από τον ήλιο.

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Παλιομηχανάκια...

Κατεβαίναμε με την κυρία (άνω των δεύτερων -ήντα, με μαλλί βαμμένο "καφετί") την Βασιλίσσης Όλγας.

Ξεκινώντας σε ένα φανάρι, τρία τέσσερα μηχανάκια πέρασαν δεξιά και αριστερά μας και έφυγαν μπροστά.
-Αμάν πια αυτά τα μηχανάκια παντού χώνονται, είπε αυτή. (Ο κόσμος γενικά θεωρεί ότι μηχανές και ΤΑΞΙ είναι σκύλος με γάτα. και με αυτή τη βεβαιότητα μου ξεκινάνε πάντα αυτή τη κουβέντα, για να τα "χώσουμε" στους δικυκλιστές. Λάθος άνθρωπος καθώς οδηγάω μηχανή εδώ και χρόνια).

-Ναι, ξέρετε, τις χαζομάρες με τα μηχανάκια τις κάνουν συνήθως πιτσιρικάδες που δεν έχουν εμπειρία και νομίζουν ότι ο δρόμος είναι δικός τους. Αλλά οι ίδιοι θα κάνουν και χαζομάρες με το αυτοκίνητο. Και κάποιοι φτάνουν στα 60 και συνεχίζουν να κάνουν ότι βλακεία μπορεί να φανταστεί κανείς. Επειδή οδηγάω δίκυκλα είκοσι χρόνια τώρα, μπορώ να πω ότι πολλές φορές φταίνε οι οδηγοί των αυτοκινήτων που σταματάνε απότομα ή αλλάζουν πορεία χωρίς να κοιτάξουν τους καθρέφτες τους. Θέλει άπειρη προσοχή από όλους.

Της το έχω χαλάσει προφανώς. Συνεχίζει όμως.

-Εγώ πάντα λέω στον γιό μου όταν βγαίνει με το αυτοκίνητο, "Πρόσεχε τα μηχανάκια". Μην πέσουν πάνω του και του κάνουν ζημιά στο αυτοκίνητο.

Χαμογελάω.

-Το θέμα δηλαδή είναι να μην πάθει ζημιά το αυτοκίνητο; Όχι αν πάθει κάποιος άνθρωπος κάτι; την ρωτάω αθώα.

-Εμ βέβαια, λέει αυτή. Είχε πέσει πάνω του ένα μηχανάκι και ξέρεις τι έπαθε το αυτοκίνητο; Για "απόσυρση" πήγε.

-Ναι, τα αυτοκίνητα όμως αν τρακάρουν πάνε στο λαμαρινά. Οι μηχανές αν τρακάρουν στέλνουν τους αναβάτες στο νοσοκομείο. της λέω.

-Μα εδώ σου λέω πήγε για πέταμα το αυτοκίνητο, επιμένει.

-Τι θα λέγατε όμως αν είχε χτυπήσει ο οδηγός της μηχανής, προσπαθώ να τη συγκινήσω εγώ.

Μα ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ, μου απαντάει σχεδόν θριαμβευτικά, Ο οδηγός σκοτώθηκε και το παιδί από πίσω έσπασε τα πόδια του, Ήρθαν και έπεσαν πάνω του από το απέναντι ρεύμα. Είχαν πιει βέβαια.

-Καλά, σκοτώθηκε ένα παιδί κι εσείς μου λέτε για το αυτοκίνητο που πήγε για πέταμα; (Μου την έχει δώσει πλέον).

-Ε, δεν έφταιγε ο γιος μου όμως. Καθόλου. Ήρθαν από το αντίθετο ρεύμα. Μεθυσμένοι. Αυτός με τα σπασμένα πόδια το είπε. "Πίνανε" όλη μέρα. Η αστυνομία το αναγνώρισε αμέσως και απλώς θα γίνει ένα τυπικό δικαστήριο. Αλλά και οι γονείς του παιδιού δεν είπαν τίποτε. Ήταν και ναρκομανής...

Άτιμο πρεζόνι. Τσαλάκωσες το αυτοκίνητο με το κεφάλι σου, χάλασες και τη διάθεση της μαμάς βρε απρόσεχτο.

Υ.Γ. Ειπώθηκαν και άλλα, αλλά έχει καμιά σημασία;

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Όπως είπε και ο Σαββόπουλος...

Πηγαίνω σε κλήση, σε κάποιο στενό στην παραλία. Από την οικοδομή βγαίνει μια μάνα με το παραπληγικό κοριτσάκι της σε αμαξίδιο. Βγαίνω έξω και βοηθάω να βάλουμε το κοριτσάκι στο ΤΑΞΙ. Καθώς συμβαίνει αυτό, έρχεται ένα αυτοκίνητο πίσω μας. Κακή συγκυρία καθώς από το συγκεκριμένο δρομάκι πρέπει να περνάνε 4 αυτοκίνητα την ώρα.

Ο οδηγός αρχίζει να κορνάρει.

Γυρίζω και τον κοιτάζω. Του κάνω το νόημα που σημαίνει "τι να κάνουμε τώρα" δείχνοντάς του παράλληλα το αμαξίδιο. Στο μεταξύ η μάνα αγχώνεται, το κοριτσάκι τρομάζει και η διαδικασία επιβραδύνεται από τις βεβιασμένες κινήσεις και των δυο.

-Μην αγχώνεστε, τους λέω. Είναι υποχρεωμένος να μας περιμένει και θα κάνουμε όση ώρα χρειαστεί. Μη βιάζεστε και χτυπήσει η κοπελιά μας εδώ.

Με τα πολλά τα καταφέρνουμε, και βάζω την κοπελίτσα στο κάθισμα. Από πίσω ο άλλος κορνάρει επίμονα. Από τα γύρω μαγαζιά βγαίνει κόσμος να δει τι συμβαίνει.

Έτσι όπως κρατάω το αμαξίδιο για να το βάλω στο πορτ μπαγκάζ, το σηκώνω ψηλά, του το δείχνω και του φωνάζω:

-Καλά, δεν ντρέπεσαι καθόλου;

Ανοίγει το παράθυρο:

-Άντε ρε τράβα και βιάζομαι.

-Καλά και κορνάροντας τι περιμένεις, να γίνει θαύμα και να πηδήξει μέσα στο ταξί; Δεν θα το ήθελε νομίζεις;

Ξέρω ότι χάνω τα λόγια μου. Στο μεταξύ ο κόσμος γύρω αρχίζει να τον αποδοκιμάζει. Αυτός το παίρνει χαμπάρι και για να διορθώσει τα αδιόρθωτα λέει:

-Άντε φύγε γιατί βιάζομαι. Κι εγώ αίμα μεταφέρω.

-Αίμα μεταφέρεις; Αν λες ψέματα, να βρεθεί το παιδί σου σε τέτοιο καροτσάκι; του απαντάω καθώς την ψωνίζω πλέον κανονικά.

Δεν απαντάει αλλά αλλάζει χρώμα.

-Μωρέ δεν μεταφέρεις αίμα. Σπέρμα μεταφέρεις μέσα στο κεφάλι σου, λέω μέσα από τα δόντια μου και μπαίνω στο αυτοκίνητο να ξεκινήσω.

Καλά το είπε ο Σαββόπουλος. Κωλοέλληνες.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Αποχαιρετισμός στα όπλα


Στις 21 Δεκεμβρίου 2007, κατεβαίνοντας τον περιφερειακό ανατολικά, λίγο μετά τη διασταύρωση Πανοράματος, ο κινητήρας του Suzuki DR 350 παρέδωσε το πνεύμα. Ήχοι μετάλλων που σπάνε και συνθλίβονται μέσα στον κινητήρα δεν άφησαν καμιά αμφιβολία για τη σοβαρότητα του πράγματος. Έσπρωξα τη μηχανή μέχρι το τέρμα της Βούλγαρη (γύρω στα 4 χιλιόμετρα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω πάνω στον περιφερειακό πρωί πρωί, γιατί φοβόμουν ότι κάποιος καλοθελητής θα την φόρτωνε και θα έφευγε).

Ο Σταύρος, έμπειρος αναβάτης και μηχανικός, άνοιξε τα κάτω "καπάκια" του κινητήρα για να ανακαλύψει διάφορα κομμάτια χύμα. Κακό αυτό. Πολύ κακό. Η επισκευή κρίθηκε ασύμφορη. Μόνη πιθανή συμφέρουσα λύση να βρεθεί ολόκληρος μεταχειρισμένος κινητήρας. Το μοντέλο όμως είναι παλιό, και δεν κυκλοφόρησε ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οπότε αυτό μπορεί να αργήσει ή και να μη συμβεί ποτέ.

Μετά από 12 χρόνια και πάνω από 75.000 χιλιόμετρα κάτω από όλους τους καιρούς, σε βουνά και θάλασσες, κατσάβραχα και εθνικές οδούς, το DR κινδυνεύει από μόνιμο παροπλισμό. Η πιο μάχιμη μηχανή που είχα ποτέ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αποφασίζει να κάνει στην άκρη.

Η κίνηση με το αυτοκίνητο είναι μια προσωρινή λύση, αλλά δεν συμφέρει ούτε οικονομικά, ούτε πρακτικά, ούτε...ψυχολογικά. Επίσης όταν δουλεύω βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι αδυνατώ να βρω να παρκάρω.

Επόμενη λύση σχεδόν αναπόφευκτη, η αγορά καινούριας μοτοσικλέτας (με χρηματοδότηση, μη φανταστείτε).

Ζητάω και πάλι τη γνώμη του Σταύρου. Οι προτιμήσεις και οι ανάγκες μου σε δίκυκλη αυτοκίνηση δεν έχουν αλλάξει. Χρειάζομαι ένα on-off ελαφρύ και δυνατό, να "καταπίνει" τις λακκούβες και τα πεζοδρόμια, αλλά και τους παραθαλασσίους και βουνίσιους κατσικόδρομους, ευέλικτο στην πόλη αλλά αρκετά δυνατό ώστε να ταξιδεύει άνετα 150-200 χιλιόμετρα με δυο άτομα και τα πράγματά τους.

Η επιλογή πρέπει να γίνει ανάμεσα σε δυο μοντέλα που δείχνουν να μου ταιριάζουν. Το Yamaha XT 660 και το Suzuki DRZ 400 SM.

Και τα δυο βγαίνουν σε έκδοση Super Motard, (δηλαδή με μικρότερης διαμέτρου τροχούς και ασφάλτινα λάστιχα).Μικρό συμβούλιο και σκέψη. Το ΧΤ έχει περισσότερα κυβικά, άρα και κατανάλωση και είναι βαρύτερο. Επιπλέον είναι κατασκευασμένο στη Γαλλία, ενώ το Suzuki στην Ιαπωνία. Αυτό το τελευταίο είναι καθοριστικό για την απόφασή μου. Μένει μόνο να αποφασιστεί το χρώμα. Μαύρο ή κίτρινο. Σε πρώτη φάση κλείνω προς το μαύρο. Σοβαρό και διαχρονικό. Το κίτρινο μου κάνει σε "πιτσιρικάδικο". Η επέμβαση-λογική του Σταύρου είναι καθοριστική: "Κατ' αρχήν γιατί, πιτσιρικάδες δεν είμαστε;" (Έχω κλείσει τα 36 αισίως αλλά τέλοσπάντων). "Κατά δεύτερον, το μαύρο χρώμα χάνεται στο σκοτάδι. Με τους Έλληνες οδηγούς καλύτερα να φαίνεσαι όσο γίνεται περισσότερο".

Σωστό και αυτό. Η παραγγελία γίνεται, και η μηχανή έρχεται μερικές μέρες μετά. Είναι μια κούκλα.

Οι πρώτες εντυπώσεις

Εμφανισιακά όπως είπα, είναι μια κούκλα. Οι μοντέρνες γραμμές, το κίτρινο χρώμα και οι motard τροχοί δεν την αφήνουν να περάσει απαρατήρητη. Πρέπει να κρεμάσω ένα σταυρό και ένα σκορδάκι το συντομότερο.

Μετά από 12 χρόνια με το ψηλότερο και μακρύτερο DR 350, το DRZ 400 μου φαίνεται σαν παιχνιδάκι. Ο κινητήρας παίρνει μπροστά με μίζα (επιτέλους) και στο ρελαντί φτάνει στα αυτιά μου ήσυχος σαν ηλεκτροκινητήρας. Βέβαια, μόνο σαν ηλεκτροκινητήρας δε φέρεται. Αν και είναι ακόμη σε φάση στρωσίματος, νοιώθω την ανυπομονησία του μοτέρ να ζωγραφίσει στο δρόμο, ενώ ακόμη και με τις χαμηλές στροφές που κινούμαι, καταφέρνω να είμαι από ΙΚΕΑ σε Τσιμισκή με Αριστοτέλους Τρίτη πρωί με άπειρο μποτιλιάρισμα σε 12 λεπτά. Χωρίς ακρότητες η μηχανή "ήρεμη δύναμη" αφήνει πίσω της τα μποτιλιαρισμένα οχήματα και ανοίγει δρόμο στην κίνηση με μαγικό σχεδόν τρόπο. (Εντάξει δεν το κάνει μόνη της, εγώ οδηγάω, αλλά το σύνολο της συμπεριφοράς της βοηθάει και εμπνέει).

Τι δεν μου άρεσε

Τόσα χρόνια με μια μηχανή περισσότερο off παρά on σε σκληραγωγούν από τη μία (η εκκίνηση του 350 με . μανιβέλα, ακόμη και με τη χρήση του αποσυμπιεστή, δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά κάτι κρύα πρωινά), αλλά σε καλομαθαίνουν από την άλλη να τα βλέπεις όλα "ίσια". Οι motard τροχοί μπορεί να είναι εμφανίσιμοι, είναι όμως και μικρότεροι σε διάμετρο απ' ότι έχω συνηθίσει. Αυτό καθιστά τις ανόδους σε πεζοδρόμια επώδυνες, ενώ και οι ανωμαλίες του δρόμου δεν περνάνε απαρατήρητες.


Πληρώντας τις τελευταίες προδιαγραφές ασφαλείας, το DRZ δεν έχει διακόπτη που σβήνει τα φώτα. Με άλλα λόγια τα φώτα είναι αναμμένα μέρα νύχτα. Καμία αντίρρηση σε αυτό, εξάλλου καλό είναι ο κάθε δικυκλιστής να ανάβει τα φώτα του και τη μέρα για να τον προσέχουν. Δυστυχώς όμως τα φώτα ανάβουν με το γύρισμα του κλειδιού και πριν πάρει μπροστά ο κινητήρας, ακόμη και όταν είναι πατημένο το διακοπτάκι kill engine.Το οποίο σημαίνει ότι αν είναι χειμώνας, η μπαταρία έχει πέσει λίγο κι εγώ καθυστερήσω να πατήσω τη μίζα (επειδή για παράδειγμα ξέχασα να τραβήξω το χειροκίνητο τσοκ πριν γυρίσω το κλειδί), μπορεί να βρεθώ χωρίς μπαταρία καθώς την ξεζουμίζουν τα αναμμένα φώτα. Αυτό δεν είναι ίδιον του συγκεκριμένου μοντέλου μόνο, απλά το αναφέρω ως ατελή εκτέλεση μιας καλής ιδέας.

Ωραίο το ψηφιακό κοντέρ. Με την ώρα και το χρονόμετρο και τους χιλιομετρητές. Τόσο που να παραβλέπω την έλλειψη ένδειξης βενζίνης καθώς η μηχανή είναι enduro κατά βάθος. Απλώς μηδενίζεις έναν από τους δυο χιλιομετρητές όταν βάζεις βενζίνη, και μετά έχεις το νου σου να ξαναβάλεις 100 χιλιόμετρα περίπου μετά, καθώς η αυτονομία είναι γύρω στα 130 χιλιόμετρα πριν γυρίσεις (χειροκίνητα) στη ρεζέρβα, οπότε πηγαίνεις άλλα 20 περίπου πριν αρχίσεις να σπρώχνεις. Ένα στροφόμετρο όμως γιατί μας το στερήσατε; Εντάξει, έχουμε αφτί και ακούμε τον κινητήρα, αλλά με 120+ χιλιόμετρα την ώρα και τον αέρα να σφυρίζει στο κράνος, ο κινητήρας δεν ακούγεται και τόσο καλά και θα προτιμούσα να βλέπω τις στροφές και να ξέρω πότε πλησιάζω τα "κόκκινα".

DRZ 400 Wishlist

Με την πρώτη ευκαιρία θα αλλάξω τα γρανάζια κίνησης (αυτά της αλυσίδας) σε "μακρύτερες" σχέσεις για πιο "ξεκούραστες" μεγάλες ταχύτητες.

Κατά πάσα πιθανότητα θα αλλάξω τους τροχούς, από motard σε κανονικούς enduro, για να μπορέσω να ανεβαίνω στα πεζοδρόμια/πεζούλια και να κινούμαι με την άνεση και την ασφάλεια που έχω συνηθίσει στους κακοτράχαλους δρόμους on και off.

Θα ήθελα να βάλω έναν διακόπτη στα φώτα, να μου φύγει το άγχος της μπαταρίας.

Θα ήθελα να έχουν βάλει ένα στροφόμετρο, και ας ήταν και αναλογικό.

Αλλά κυρίως...

Θα ήθελα να μην είχε πάθει τίποτε το 350, και να συνέχιζε να μας πηγαίνει για άλλα 12 χρόνια παντού και πάντα.

Γιατί κάθε φορά που το βλέπω δίπλα στο καινούριο, σαν γέρικο άλογο δίπλα στο πουλαράκι, ξέρω ότι αυτό το άλογο, έχει ακόμη πολλή ψυχή μέσα του.

Ζητήται κινητήρας σε καλή κατάσταση. Πληροφορίες εντός.