Πράγματα που συμβαίνουν κατά την οδήγηση ΤΑΞΙ στην Θεσσαλονίκη...κυρίως. Τα περισσότερα γράφονται μέσα στο ΤΑΞΙ, στο Car PC όπου τρέχει το γνωστό taxi navigator... και ανεβαίνουν αργότερα σε αυτό το blog από το σπίτι...(όχι, δεν έχω internet στο ΤΑΞΙ, ακόμα)
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008
Όταν δεν επιλέγεις πελάτες...
Πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, και ο συνεργάτης μου λείπει με "άδεια". Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δουλεύω εγώ όλη μέρα (όσες ώρες μπορώ δηλαδή). Όταν επιστρέψει, θα είναι η σειρά του να κάνει το ίδιο.
Όλη την εβδομάδα κυνηγάω μύγες. Δουλεύω από το πρωί μέχρι τις 9-10 το βράδυ, και βγάζω όσα θα έβγαιναν σε μια βάρδια, οποιαδήποτε άλλη εποχή. Φτάνει η Παρασκευή, τελευταία μέρα πριν την "άδειά" μου, και η κατάσταση χειροτερεύει καθώς η πόλη αδειάζει. Λίγο πριν τις δώδεκα το βράδυ βρίσκομαι να κατεβαίνω τον κεντρικό δρόμο της Πολίχνης.
Μπροστά μου σηκώνει το χέρι ένας κοντούλης τύπος, ο οποίος παραπατάει και λίγο σαν μεθυσμένος. Τριάντα μέτρα μετά δυο κοπέλες ντυμένες για βραδινή έξοδο περιμένουν ταξί επίσης, και κρίνοντας από την ώρα το πιθανότερο είναι να πηγαίνουν στα νυχτερινά μαγαζιά του αεροδρομίου. Ο "μεθυσμένος" όμως προηγείται. Σταματάω και επιβιβάζεται.
-Κορδελιό, μου λέει. Δες που "πηγαίνει" και "το" κορίτσια. Η προφορά του προδίδει ότι είναι αλλοδαπός, και μυρίζει ρετσίνα.
Σταματάω και στις κοπέλες.
-Αεροδρόμιο στα "Μαμούνια", μου λένε. Προφανώς δεν βολεύει.
Ο μεθυσμένος δαγκώνεται και με κοιτάζει ανήσυχος περιμένοντας γκρίνια.
-Ά ρε φίλο, τώρα θα λες, τι πήρα το Αλβανό και δεν πήρα το κορίτσια το όμορφα να πάω ιεροδρόμιο να πάρω δέκα πέντε ευρώ.
-Μη στεναχωριέσαι, του απαντάω. Μπορεί αυτός που θα τις πάει να τα έχει περισσότερη ανάγκη από εμένα.
Με κοιτάζει παραξενεμένος. Στη διαδρομή μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Μεθυσμένος ο Αλβανός αλλά μια χαρά τα λέει, ωραίος τύπος.
Φτάνουμε στο Κορδελιό, αποβιβάζω και κατηφορίζω για το κέντρο, καθώς η πιάτσα του Κορδελιού έχει καμιά δεκαριά ταξί. Δεν συναντάω ψυχή. Φτάνοντας Εγνατία με Αριστοτέλους το κέντρο κάνει κλήση σε κάποιο ξενοδοχείο της Εγνατίας. Παραδόξως δεν διεκδικεί κανείς άλλος, κι έτσι κατευθύνομαι εγώ.
Κάνω αναστροφή, φτάνω στο ξενοδοχείο και αναρωτιέμαι αν ο πελάτης έφυγε με κάποιο από τα δεκάδες διερχόμενα ταξί. Δεν έχει φύγει. Ένα λεπτό μετά από το ξενοδοχείο βγαίνει μια κοπέλα κοντά στα 35. Σκύβει στο παράθυρο να μου πει.
-Καλησπέρα. Εγώ κάλεσα το ταξί. Μόνο, ξέρετε, έχουμε ένα πρόβλημα.
-Τι πρόβλημα;
-Στο Βόλο θέλω να πάμε. (!!!)
-Τέτοια προβλήματα μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα; της απαντάω, και ξεκινάμε.
Έβγαλα περισσότερα από ότι όλη την υπόλοιπη ημέρα σ' εκείνη τη διαδρομή. Αν είχα "επιλέξει" τις κοπελίτσες, θα είχα πάρει δέκα ευρώ και τέλος. Όπως είπα και στην αρχή, πας όπου σε πάει, και ο Θεός βοηθός. Ποτέ δεν ξέρεις.
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008
Όσα θέλω πληρώνω
Πρωί γύρω στις 11. Δεύτερος στην πιάτσα δικαστηρίων. Καθώς στο συνάδελφο μπροστά επιβιβάζεται μια κοπέλα, ένας κύριος κοντά στα 60-65 σκύβει και τον ρωτάει αν βολεύει να συνεπιβιβασθεί. Κορνάρω, ο συνάδελφος του εξηγεί ότι πρέπει να έρθει σ' εμένα και φεύγει. Ο κύριος έρχεται και μπαίνει στο ταξί. Το σπασμένο από τον ήλιο πρόσωπό του, και η προφορά του προδίδουν ότι είναι κάτοικος κάποιου χωριού.
-Στα λεωφορεία για Σέρρες να με πας.
-Βέβαια.
-Καλά, κάθε ταξί έναν παίρνει και κορνάρεις;
-Γενικά έτσι πρέπει, αλλά ειδικά όταν είμαστε σε πιάτσα, έτσι γίνεται οπωσδήποτε.
-Α καλά, δεν το ήξερα.
Στο μεταξύ κινούμαστε μετ' εμποδίων. Άλλος παρκάρει, άλλος δεν χωράει να περάσει, γενικά μας καθυστερεί η πρωινή κίνηση.
-Τώρα εγώ τι φταίω να πληρώνω επειδή αυτός δεν χωράει, μου λέει ο πελάτης μου.
-Ούτε εσείς φταίτε, ούτε εγώ φταίω, αλλά έτσι είναι η κατάσταση στην πόλη τι να κάνουμε, του απαντάω. Που και να είχαμε ξεκινήσει από την Καλαμαριά. Χίλιες φορές θα το λέγατε αυτό.
Με τα πολλά βγαίνουμε στην ευθεία για τα ΚΤΕΛ. Ο πελάτης μου κοιτάζει το ταξίμετρο, που εκείνη τη στιγμή γράφει 2,50 και λέει:
-Καλά, μακριά είναι ακόμη; Πώς θα τα πληρώσω εγώ τόσα λεφτά;
-Τα ΚΤΕΛ εκεί είναι φαίνονται, του δείχνω. Όσο για τη χρέωση, η ελάχιστη μίσθωση είναι 2,80. Κοντά στα 3 ευρώ θα σας βγει αυτή η διαδρομή υπολογίζω. Αν δεν είχατε ούτε τόσα, κακώς μπήκατε σε ταξί.
-Α 2,50 γράφει; λέει αυτός. Εγώ νόμιζα 25. Δηλαδή 2,80 θα σου δώσω; (Έτσι βόλεψε να ακούσει ότι είπα).
-Όχι δεν είπα αυτό. Σας είπα ότι θα είναι κοντά στα 3 ευρώ. Αν έγραφε 25 όπως νομίσατε θα φτάναμε στο Κιλκίς που λέει ο λόγος. ( Η όλη στάση του αρχίζει και μου τη δίνει).
Φτάνουμε στα ΚΤΕΛ. Το ταξίμετρο γράφει 3,20.
-Τι σου χρωστάω; ρωτάει.
-3,20 έγραψε, του λέω.
Βγάζει από τη τσέπη του κοντά στα 7 ευρώ σε διάφορα κέρματα και ξεχωρίζει τρία. Ανάμεσα στα υπόλοιπα βλέπω και τουλάχιστον 2 εικοσάλεπτα.
-Εγώ θα σου δώσω 3, μου λέει.
-Ναι εντάξει. Με ακούσατε όμως που σας είπα ότι είναι 3,20 έτσι; (Καμιά φορά από παρεξήγηση δίνουν λιγότερα και πιστεύουν ότι έχουν αφήσει και φιλοδώρημα. Επίσης, φυσικά, το θέμα μου δεν είναι το εικοσάλεπτο. Καθημερινά "χαρίζω" πολλά τέτοια 20λεπτα. Η στάση του γενικότερα είναι που με έχει ενοχλήσει).
-Ε; Ναι, σε άκουσα, απαντάει.
-Δηλαδή επίτηδες μου δίνετε λιγότερα.
-Εεεεε ναι. Αλλά ξέρεις γιατί είμαι εδώ; Ο γιος μου, σαν κι εσένα δυο μέτρα παλικάρι, είναι...
-Συγνώμη δεν θέλω να μάθω, τον κόβω. Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι καταλάβατε πως μου δώσατε λιγότερα απ' ότι πρέπει.
-Το ξέρω. Καθόλου λεφτά δεν θα μου έπαιρνες αν ήξερες...
-Κοιτάξτε, δεν οδηγώ όχημα κοινωνικής πρόνοιας, του απαντάω. Κι εσείς αν ξέρατε πόσα χρωστάω και πόσο πιεστικά, θα μου δίνατε 8. Περαστικά σας εύχομαι ότι και να συμβαίνει στο γιο σας, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το ταξί. Δηλαδή όταν αγοράζετε τσιγάρα, δίνετε λιγότερα λεφτά απ' όσο κάνουν;
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνει. Μουρμουρίζει ένα χαιρετισμό και φεύγει.
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008
Mercedes Benz-Βγαιν(ζ)
-Έλα έλα, του λέω.
-Τις είδα που μπήκαν και βγήκαν αμέσως και μου κάνει εντύπωση, μου απαντάει.
-Μάλλον δεν του άρεσε ο προορισμός τους, του απαντάω. Ποιος ξέρει τι τις είπε και τις κατέβασε.
-Έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό; ρωτάει το παλικάρι.
-Όχι αν δεν είναι μεθυσμένες ή τοξικομανείς, και δεν τις βλέπω για τέτοιες τις κοπέλες, του απαντάω. Απλώς πολλοί από τους συναδέλφους που οδηγούν Mercedes έχουν μια διαφορετική άποψη για το πώς να κάνουν τη δουλειά τους.
Στο μεταξύ έχουμε φύγει από την πιάτσα, έχοντας μπροστά μας και το Mercedes, που αποβιβάζοντας τις κοπελίτσες, έχει φύγει από την πιάτσα χωρίς επιβάτες. Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω αυτό το "έργο", και τέτοιου τύπου "εξυπνάδες" με ενοχλούν. Στο φανάρι που μας πιάνει παρακάτω, πηγαίνω και σταματάω δίπλα του. Ο οδηγός, γυρίζει και με κοιτάζει επιφυλακτικά. Είναι ένας αδύνατος τύπος γύρω στα 50-55.
-Ο κοπελίτσες που κατέβασες σημείωναν τα νούμερα του ταξί καθώς έφευγες, του λέω ψέματα, για να ακούσω την ιστορία του και να δω τις αντιδράσεις του.
-Τι κάνανε; (και καλά δεν άκουσε).
-Σημειώνανε τα νούμερα της πινακίδας σου, του ξαναλέω.
-Θα μου κάνουν τα τρία δύο, απαντάει. (Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση)
-Καλά, εγώ απλώς σου λέω ότι όταν βγήκαν, πήραν τα νούμερα του ταξί, να το έχεις υπ’ όψην.
-Τι νούμερα μου πήρανε, εξυπνάδες μου πουλάς; εκνευρίζεται αυτός, κοιτάζοντας μια εμένα και μια τον επιβάτη μου. (ένας ακόμη μάρτυρας ότι αρνήθηκε τη μίσθωση).
Κάνω τον ανήξερο.
-Εσύ ξέρεις. Καλά που πήγαιναν και δεν τις πήρες; Σε καμιά ερημιά;
Ευκαιρία να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
-Μπαίνουνε μέσα και μου λένε λαδάδικα. Εντάξει, λέω. Και λίγο γρήγορα αν γίνεται, μου λένε. Κατεβείτε κάτω, τις λέω, που θέλετε να πάτε και γρήγορα βραδιάτικα, και τις κατέβασα, εξηγεί ο "συνάδελφος".
Ανασηκώνω τους ώμους, καθώς δεν έχει νόημα να πω περισσότερα. Τα λαδάδικα είναι κοντά, και αυτός προφανώς ήθελε να πάει μακρύτερα. Το φανάρι πρασινίζει και ξεκινάμε.
Κυριακή 15 Ιουνίου 2008
Πανοραμίξ
Η κλήση γίνεται από γνωστή αίθουσα δεξιώσεων, Σάββατο βράδυ. Παραλαμβάνω τέσσερις κυρίες στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, με πλήρη εξοπλισμό: Μαλλί φουσκωμένο στο κομμωτήριο, διαχρονικό καθώς πρέπει ντύσιμο, και αρκετά χρυσαφικά (κυρίως στα χέρια) για να στηρίξουν την οικονομία μιας μικρής χώρας.
-Λοιπόν νεαρέ, θα μας πας μία μία στα σπίτια μας...
-Βέβαια.
-Στο Πανόραμα θα πάμε. Την κυρία θα αφήσουμε πρώτη, στον κεντρικό δρόμο, στο ύψος που βρισκόταν το Lidl.
-Λίγο "παγαπάνω" θα "πγοχωγήσουμε" και εκεί θα με αφήσεις, θα σου πω, ακούγεται μια φωνή πίσω μου. Μία τουλάχιστον από τις κυρίες έχει "πγοφογά". (Δεν κοροϊδεύω σε καμία περίπτωση τις προφορές ή τη δυσκολία στην εκφορά συγκεκριμένων γραμμάτων. Απλώς κάποιοι, δυσκολεύονται με το "Ρο", με εξόφθαλμη επιτήδευση, προκειμένου να δείξουν την αρχοντική καταγωγή τους).
Η συζήτησή τους κολλάει στο Lidl, και από εκεί επεκτείνεται σε όλες τις αλυσίδες οικονομικών supermarket. Όπως αποδεικνύεται, οι χρυσοποίκιλτες κυρίες γνωρίζουν πολύ καλά τις "προσφορές-ευκαιρίες", ειδικά στα πολύ φτηνά τρόφιμα, που προσωπικά αποφεύγω εξ' ορισμού ως ύποπτα. (3+1 "ανώνυμα" μακαρόνια με 49 λεπτά του ευρώ;). Εκείνες όμως τα αγοράζουν. Όπως αγοράζουν και κάνουν δώρα σετ "εργαλείων" σε γαμπρούς και εγγονούς. "Οχτώ ευρώ, ολόκληρη κασετίνα με ένα σωρό εργαλεία", λέει χαρακτηριστικά η μία. "Αποτελεσματικά σαν δανδελωτά προφυλακτικά", σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω.
Τέλοσπαντων. Η συζήτησή τους περιφέρεται στο θέμα σε όλη τη διαδρομή, μέχρι που φτάνουμε περίπου στο σημείο που θα αποβιβαστεί η πρώτη κυρία. "Λίγο πιο πάνω, λίγο πιο εκεί, λίγο μετά, ΕΔΩ!!!
Το ΕΔΩ της μας έχει σταματήσει επάνω στον κεντρικό δρόμο του Πανοράματος, σε κακοφωτισμένο σημείο, αργά το βράδυ Σαββάτου. Ο ακίνητος στόχος κάθε μεθυσμένου. Έχω κάνει όσο πιο άκρη γίνεται, αλλά δεν έχω πολλά περιθώρια. Στο μεταξύ η κυρία που θα κατέβει, έχει βγάλει το πορτοφολάκι από το τσαντάκι της και μετράει κέρματα. Επί τέσσερα λεπτά περίπου, ακούγονται μικρά κέρματα να χτυπάνε μεταξύ τους, κι εγώ έχω χλομιάσει καθώς κάθε ανερχόμενος πίσω μας, δείχνει να μας αποφεύγει τελευταία στιγμή, και καμιά "φίλη" της δε λέει "θα πληρώσω εγώ τα 3,5 ευρώ που σου αναλογούν, και τα βρίσκουμε αύριο". Το μαρτύριο τελειώνει κάποια στιγμή, το πορτοφολάκι μπαίνει στη τσάντα, και η κυρία χαιρετά της υπόλοιπες. Και καθώς λέω "Από την εσωτερική πόρτα δεξιά βγείτε", ακούω την πόρτα αριστερά πίσω μου να ανοίγει.
-Κλείστε ΑΜΕΣΩΣ. Έρχεται αυτοκίνητο! πατάω μια φωνή.
-Ναι, ναι, βλέπω, μου λέει η κυρία που ξανακλείνει την πόρτα γρήγορα, τρομαγμένη από τη φωνή μου. Φυσικά, δεν έβλεπε πίσω, απλώς άνοιξε την πόρτα.
Γλυτώνουμε ανθρώπους και πόρτες, και η διανομή συνεχίζεται. Σε κάθε στάση η ιστορία του μετρήματος επαναλαμβάνεται, ευτυχώς όχι με την ίδια βραδύτητα. Αν υπολογίζω σωστά, τα κόμιστρα έχουν ήδη πληρωθεί από τις τρεις κυρίες που έχουν κατέβει. Η τέταρτη, κρατώντας την "πγοφογά" (οι δύο είχαν "πγοφογά" τελικά), και τα λεφτά των υπολοίπων, με καθοδηγεί για να φτάσουμε στο δυσπρόσιτο σπίτι της.
-Εδώ έμενε ο "Αμεγικάνος Πγόξενος", το "ξέγετε" υποθέτω;
-Όχι, δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις με τον συγκεκριμένο, της απαντάω.
-Έχει μετακομίσει εκεί κοντά σ' εμάς τώρα.
Να τον χαίρονται και να τους χαίρεται.
Ο δρόμος στον οποίο έχουμε μπει είναι πολύ στενός. Κανένας από τους ιδιοκτήτες δεν έχει αφήσει ούτε μισό "κοινόχρηστο" μέτρο, με αποτέλεσμα να κινούμαστε σε ένα δρομάκι με τοίχους και φράχτες δεξιά και αριστερά. Αν συναντηθούμε με κάποιον, θα κολλήσουμε. Ευτυχώς φτάνουμε στο σπίτι της χωρίς να συναντήσουμε άλλο αυτοκίνητο.
-Αυτό είναι το σπίτι μου, λέει δείχνοντας το σπίτι στο οποίο τελειώνει απότομα ο δρόμος μπροστά μας. Αδιέξοδο, χωρίς περιθώρια αναστροφής.
Καθώς αναρωτιέμαι αν όντως περιμένει πως θα κάνω όπισθεν 100 μέτρα στο σκοτάδι μέχρι την προηγούμενη στροφή όπου υπάρχει λίγος χώρος, ανοίγει την εξώπορτα της αυλής (με τηλεχειρισμό).
-Μέσα θα πάμε για να γυρίσετε, μου λέει.
Ευτυχώς. Τα κτίρια είναι αριστερά μας μπαίνοντας. Κατά τις υποδείξεις της το προσπερνάμε, βρισκόμαστε σε μια αυλή όπου είναι παρκαρισμένα μερικά αυτοκίνητα, δεν παραλείπει να μου πει ποια είναι δικά τους και ποια της κόρης της, και κάνω τις απαραίτητες μανούβρες για να αντιστρέψω. Ξαναπερνάμε δίπλα από τα σπίτια, τα οποία έχουμε πλέον αριστερά και όταν φτάνουμε στην είσοδο του πρώτου, μου ζητάει να σταματήσω. Πληρώνει ακριβώς όσο της λέω (έχω στρογγυλέψει το ποσό προς τα κάτω φωναχτά, "12 και 60, 12 ευρώ δώστε μου αν δεν έχετε ψιλά). Με την όλη μανούβρα έχουμε σταματήσει ακριβώς μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, οπότε κατεβαίνει, με καληνυχτίζει και μπαίνει μέσα.
Χαρούμενος που ξέμπλεξα επιτέλους (τέτοιες συναντήσεις και συζητήσεις αποδεικνύονται πολύ ψυχοφθόρες), ξεκινάω να βγω από εκεί μέσα. Συναντάω δυο αυτοκίνητα μέχρι να βγω στον κεντρικό δρόμο. Στην πρώτη περίπτωση κάνω όπισθεν πενήντα μέτρα και στριμώχνομαι σε μια είσοδο για να περάσει. Στη δεύτερη σταματάω και περιμένω, καθώς το αυτοκίνητο που συνάντησα προσπαθεί να κάνει αναστροφή. Πρόκειται για περιπολικό. Ο συνοδηγός έχει βγει έξω και δίνει οδηγίες στον οδηγό, ο οποίος μετά από 15 κινήσεις μπρος-πίσω (και πάλι καλά, άξιο το παλικάρι) καταφέρνει να αναστρέψει. Ο συνοδηγός γυρίζει και με κοιτάζει (έχω μείνει με τα φώτα σταθμεύσεως για να μην τους τυφλώνω, κι έχω ανάψει το εσωτερικό φωτάκι για να με βλέπουν, το συνηθίζω σε τέτοιες περιπτώσεις για να μπορούμε να συνεννοηθούμε αν χρειαστεί). Ανασηκώνω τους ώμους, με μια έκφραση "τι να πεις; ".
Ο συνοδηγός κοιτάζει δεξιά αριστερά τα σπίτια και το δρόμο και μου αντιγυρίζει ένα "τι είναι τούτοι". Τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω εγώ.
Βγαίνουμε χωρίς άλλα απρόοπτα στον κεντρικό δρόμο, και πάμε ο καθένας στο δρόμο του.
Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
Ρητορικές Ερωτήσεις
2)Γιατί οι ταξιτζήδες που λένε ιστορίες για "γκόμενες" και "πηδήματα" πιο πολλά και από καγκουρό, αλλά και οι πελάτισσες που διηγούνται ιστορίες για επίμονα "πεσίματα" από ταξιτζήδες (και άλλους), είναι κατά 99% άσχημοι/ες σαν τη Γεωργία Βασιλειάδου το πρωί πριν πιει καφέ;
3)Γιατί όσο πιο νέος ή άσχετος είναι ο/η οδηγός, και όσο περισσότερο άδικο έχει στο δρόμο, τόσο περισσότερο θα εκνευριστεί θα κορνάρει και θα βρίσει;
4)Γιατί ο ίδιος (και κυρίως η ίδια) που θα κορνάρει και θα βρίσει από πίσω μου 4 δευτερόλεπτα αφού σταματήσω να αποβιβάσω, όταν είναι επιβάτης/ιδα θα κάνει 4 λεπτά να κατέβει από το ταξί, καθώς θα ψάχνει τελευταία στιγμή σε πορτοφόλια και τσαντάκια για να πληρώσει (καθώς μέχρι τότε μιλούσε στο κινητό) και θα βρίσει αυτόν που κορνάρει (δικαίως μετά τα 30 πρώτα δευτερόλεπτα) από πίσω;
5)Γιατί ο ίδιος (αλλά κυρίως η ίδια) που θα σου κλείσει το δρόμο με κακία για να μη περάσεις παλιοταρίφα (πολλές φορές με κίνδυνο να τρακάρεις), όταν είναι μέσα στο ταξί και βιάζεται και το ταξίμετρο "γράφει" θα εκνευριστεί και θα βρίσει όσους δεν σε αφήνουν να περάσεις;
6)Γιατί όταν έχεις ήδη έναν επιβάτη:
Όσο μεγαλύτερος σε ηλικία είναι ο υποψήφιος δεύτερος πελάτης που σου σηκώνει το χέρι +
Όσο πιο επίμονα και απεγνωσμένα είναι τα νοήματα του να σταματήσεις (σταμάτα πεθαίνω)+
Όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα από την οποία σε σταματάει (γιατί τον λυπήθηκες) +
Όσο περισσότερα τα καταφατικά νοήματα στην κατεύθυνση που του δείχνεις =
Τόσο πιθανότερο είναι να πηγαίνει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση;
7)Γιατί αυτοί που "βιάζονται" και κάνεις αγωνιστική οδήγηση να τους εξυπηρετήσεις, σου δίνουν 3 ευρώ και περιμένουν ρέστα από 2,95 που έγραψε, ενώ άλλοι θα αφήσουν απίστευτα μπουρμπουάρ χωρίς ιδιαίτερο λόγο;
8)Γιατί όταν προσπαθείς να εξηγήσεις ήρεμα σε κάποιον ότι έχει άδικο, ο ευγενικός σου τρόπος εκλαμβάνεται ως αδυναμία, αν όμως βγεις, δείξεις το μπόι σου, αγριοκοιτάξεις και βάλεις τις φωνές, ξαφνικά περνάει το δικό σου ακόμη και αν είσαι εντελώς λάθος;
9)Γιατί πολλοί "συνάδελφοι" δεν καταλαβαίνουν ότι η έκφραση "δεν θα μου κάνεις κουμάντο στο αυτοκίνητό μου;" δεν στέκει όταν αφορά την επιλογή της διαδρομής, τη διπλή μίσθωση, την ένταση της μουσικής, το κάπνισμα, την καθαριότητα, τη συμπεριφορά, και τη χρήση του κλιματισμού όταν λιώνουν οι πέτρες έξω; Γιατί δεν το καταλαβαίνουν και πολλοί επιβάτες και αφήνουν τέτοιους "συναδέλφους" να φέρονται ανάρμοστα και να παραμένουν ατιμώρητοι;
10)Γιατί μερικοί πελάτες (και κυρίως πελάτισσες) φέρονται σαν να είσαι ο υπάνθρωπος, ασήμαντος, σκλάβος σοφέρ τους, που τους χρωστάς την ύπαρξη της ζωής σου και θα πληρώσεις όλα τα χρέη σου με τα 3 ευρώ που θα πληρώσουν;
Τετάρτη 28 Μαΐου 2008
Δεν πειράζει...
-Τώρα την φέρνουν, μου λέει.
-Εδώ είμαι περιμένω, της απαντάω.
Τέσσερα λεπτά (και δυο βόλτες γιατί εμποδίζω) μετά επιστρέφει.
-Τώρα την φέρνει ο νοσοκόμος.
Δεν προλαβαίνω να της απαντήσω γιατί για μια ακόμη φορά με κορνάρουν να μετακινηθώ. Κλείνω την έξοδο των επειγόντων εκεί που περιμένω βλέπετε. Κάνω έναν (ακόμη)κύκλο, και την βλέπω να βγαίνει έντρομη γιατί δεν με είδε έξω και υπέθεσε ότι έφυγα.
-Έρχεται έρχεται, μου λέει.
-Εσείς τηλεφωνήσατε, ή από το νοσοκομείο; ρωτάω.
-Εγώ εγώ.
-Και γιατί δεν περιμένατε να τελειώσει η αιμοκάθαρση και να τηλεφωνήσετε μετά;
-Έ, τέτοια ώρα τελειώνει κάθε μέρα. Μόνο σήμερα αργήσανε.
Κάπου εδώ σκέφτομαι να εκκινήσω το ταξίμετρο, αλλά ποιο το όφελος; Ο γάιδαρος έχει φαγωθεί (μάλλον).
Τελικά, ένα τέταρτο περίπου από την ώρα κλήσης, η κοπελίτσα-ασθενής εμφανίζεται, και ξεκινάμε για το Ιπποκράτειο. Η γκρίνια της κοπελίτσας πάει σύννεφο (δεν αφορά κάτι συγκεκριμένο) και οι χαζομάρες της μάνας επίσης (είσαι κρυωμένη γι' αυτό πονάει το πόδι σου, έπρεπε να φας τα φασολάκια σου χθες, θα ήσουν καλύτερα σήμερα και άλλα άσχετα). Με τα πολλά φτάνουμε στο νοσοκομείο, και τους πάω μέσα, όσο πιο κοντά γίνεται στο κτίριο που θέλουν, και το πάρτυ κορυφώνεται.
-Πόσο κάνει; ρωτάει η μάνα.
-Έχουμε κάνει 5,60 και 1,60 η κλήση, 7,20...7 ευρώ, λέω στρογγυλεύοντας προς τα κάτω.
-Έλα πάρε, εντάξει, δεν πειράζει, μου λέει.
Την ατάκα αυτή την έχω ξανακούσει, από ανθρώπους που νομίζουν ότι τους υπερχρεώνεις και θέλουν να σου δείξουν ότι το κατάλαβαν αλλά δεν θα το κάνουν θέμα. "Φορτωμένος" ήδη δεν το αφήνω να περάσει έτσι.
-Τι εννοείτε δεν πειράζει; της λέω. Το ταξίμετρο γράφει 5,60 και 1,60 η κλήση, 7,20 είναι κανονικά κι εγώ σας λέω 7, λιγότερα σας ζητάω από το κανονικό.
-Δεν πειράζει, δεν πειράζει, αφού μας εξυπηρέτησες, επιμένει αυτή.
Τα νεύρα μου.
-Κοιτάξτε, επειδή ούτε αναμονή σας έχω χρεώσει, τόση ώρα που έκανα κύκλους στο νοσοκομείο, το αν πειράζει ή όχι αφήστε να το πω εγώ καλύτερα.
-Εντάξει, εντάξει δεν πειράζει, συνεχίζει το βιολί της αυτή και κατεβαίνει.
Καταλαβαίνω ότι η γυναίκα είχε το πρόβλημά της. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί μερικοί άνθρωποι έχουν αντικαταστήσει το "ευχαριστώ" και το "συγνώμη" με το "δεν πειράζει". Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν το έχω ακούσει μόνο μέσα στο ταξί. (πχ. -Τέτοια ώρα που παίρνετε τηλέφωνο ενοχλείτε. -Δεν πειράζει τώρα με βόλεψε και πήρα). Είναι απλώς χαρακτηριστική ιστορία. Και μετά γίνεσαι ψυχρός επαγγελματίας, και μετά χάνεις κάθε ελπίδα στην καλή ανθρώπινη πλευρά και γίνεσαι γαϊδούρι. Ή απλώς εκνευρίζεσαι εκείνη την ώρα, αλλά ξανακάνεις τα ίδια την επόμενη, γιατί γίνεσαι γαϊδούρι μόνο στην υπομονή.
Όπως είπα, δεν ήταν η πρώτη φορά, και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα είναι και η τελευταία.
Παρασκευή 23 Μαΐου 2008
o Βούλγαρος Ασθενής
Πλησιάζει και σκύβει στο παράθυρο να μου πει.
-Περάστε αποβιβάζω, της λέω.
-Όχι όχι, δεν θα μπω εγώ, μου λέει. Θέλω να πάρεις τον κύριο εδώ (μου δείχνει πίσω της) και να τον πας στο Ιπποκράτειο. Πόσο θέλεις μέχρι εκεί;
-Δυόμιση ευρώ, της λέω. (Η ελάχιστη μίσθωση είναι 2,65, αλλά απ' ό,τι καταλαβαίνω βλέποντας τον κύριο για τον οποίο μιλάει, μάλλον δεν είναι γνωστός της. Ο άνθρωπος είναι ρακένδυτος, έχει ένα απεριποίητο μούσι δύο μηνών και δείχνει άστεγος. Οπότε η κοπέλα μάλλον τον βάζει σε ταξί κάνοντας αγαθοεργία).
-Κοίταξε μόνο, μου λέει, ο άνθρωπος είναι Βούλγαρος, δεν μιλάει Ελληνικά. Όταν φτάσετε εκεί, βρες κάποιον να τον αναλάβει, μην τον αφήσεις μόνο. Έχει κάψει το πόδι του.
-Μείνετε ήσυχη, της λέω.
Μπαίνει λοιπόν ο άνθρωπός μας και μου χαμογελάει.
-Καλημέρα, του χαμογελάω κι εγώ.
-(....)κάτι στα Βουλγάρικα.
Κοιτάζω το πόδι του. Πραγματικά πάνω από τα δάχτυλα και μέχρι τον αστράγαλο έχει ένα ξεφλούδισμα από έγκαυμα και το δέρμα είναι κατακόκκινο.
Στη διαδρομή λέει διάφορα πράγματα, αλλά είναι όλα στα Βουλγάρικα. Του απαντάω με κάθε τρόπο ότι δεν καταλαβαίνω τι λέει, αλλά αυτός συνεχίζει. Αν καταλαβαίνω καλά, έχει κάψει το πόδι του με βραστό νερό.
Με τα πολλά φτάνουμε στο Ιπποκράτειο. Κατεβαίνω από το ταξί και πηγαίνω στον φύλακα της πύλης. Του εξηγώ την κατάσταση.
-Δεν εφημερεύει σήμερα το Ιπποκράτειο, μου λέει αυτός.
-Όχι; Και ποιο εφημερεύει;
Κοιτάζει τα χαρτιά του.
-Το Γεννηματά.
Μάλιστα. Στο μεταξύ ο Βούλγαρος Ασθενής έχει κατέβει από το ταξί και έχει πλησιάσει. Του κάνω νόημα να ξαναμπεί μέσα και ξεκινάω για το Γεννηματά. Η κίνηση προς την πόλη είναι στο φόρτε της, ο άνθρωπος ανησυχεί, και εγώ δεν μπορώ να του εξηγήσω που πάμε.
Αφού έχω δοκιμάσει ένα συνοθύλευμα λέξεων σε διάφορες γλώσσες και χειρονομιών κάθε τύπου, (μάταιο, ο άνθρωπος ξέρει ΜΟΝΟ Βουλγάρικα), μου έρχεται η έμπνευση. Ανοίγω τη "ζωγραφική" των windows και του ζωγραφίζω το παρακάτω σχέδιο ενώ παράλληλα προσπαθώ με λέξεις και χειρονομίες να του εξηγήσω ότι πηγαίνουμε σε άλλο νοσοκομείο.

Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει, αλλά τη μια στιγμή δείχνει ήσυχος, και την άλλη...ανήσυχος. Ίσως να σκέφτεται ότι θα του ζητήσω χρήματα, καθώς το ταξίμετρο μπροστά του έχει μείνει ξεχασμένο να γράφει (και λόγω κίνησης έχει φτάσει τα 4,5 ευρώ).
Κάνει να βγει από το ταξί. Εγώ του κάνω νόημα να σταματήσει και του δείχνω στην οθόνη τον επάνω "κόκκινο σταυρό" και το "μπλε παραλληλόγραμμο" ταξί προσπαθώντας να του πω ότι πλησιάζουμε.
Τελικά κάπου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, καθώς είμαστε μποτιλιαρισμένοι, και με μια τελευταία ματιά στο ταξίμετρο (έχει περάσει τα 5 ευρώ) μου λέει κάτι που πρέπει να είναι ευχαριστώ (καθώς συνοδεύεται από την αντίστοιχη χειρονομία) ανοίγει την πόρτα, και κατεβαίνει.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Προορισμοί μυστήριο
-Νέα Εγνατία με Γαλέου.
-Νέα Εγνατία με τι; ρωτάω,
-Με Γαλέου, μου επαναλαμβάνει κάπως εκνευρισμένα.
-Γαλέου; Όπως λέμε ψάρι γαλέος;
-Ναι, με Γαλέου, επιβεβαιώνει; Δεν την ξέρεις; Είναι μετά την Παπαναστασίου και πριν την Κατσιμίδη. Θα σου πω εγώ.
-Ωραία, γιατί δεν την ξέρω, της λέω. Βέβαια έχω μόνο έξι χρόνια σ' αυτή τη δουλειά, αλλά τουλάχιστον θα την είχα ακούσει.
Καθ' οδόν ψάχνω στον χάρτη του GPS. Τίποτε. Ούτε και κανένας από τους τρεις έντυπους χάρτες την έχει. Η περιέργειά μου (επαγγελματική διαστροφή) έχει κορυφωθεί. Και τέλοσπάντων, τι όνομα είναι αυτό το Γαλέου; Αθανάσιος Γαλέος, ήρωας της επανάστασης του 21;
Καθώς πλησιάζουμε στο σημείο που έχει περιγράψει, και με το ένα μάτι στο GPS ανακαλύπτω τελικά την αλήθεια.
-Μήπως εννοείτε Αιγάλεω; την ρωτάω, δείχνοντάς της τη γωνιακή οικοδομή όπου υπάρχει πινακίδα που γράφει καθαρά Αιγάλεω.
Κοιτάζει και αυτή και μου λέει:
-Α, Αιγάλεω γράφει; Γαλέου διάβαζα τόσο καιρό.
Μάλιστα. Το λύσαμε το μυστήριο. Επόμενες επιβάτιδες, δυο κοπελιές. Κύπριες όπως αποδεικνύεται αργότερα.
Καλησπεριζόμαστε και η μία, με άνετο ύφος τύπου: "έμαθα παπαγαλία την διεύθυνση και την λέω με αέρα για να μη με κοροϊδέψει ο ταξιτζής", μου λέει:
-Θα πάμε Εύοσμο, στη Σμύρνης, στη Νεάπολη.
-Εύοσμο, Σμύρνης, που; ρωτάω. Δεν άκουσα καλά μάλλον.
-Εύοσμο, Σμύρνης, στη Νεάπολη, επαναλαμβάνει η κοπέλα.
Δυο δευτερόλεπτα σκέψης, και κάνω την αποκωδικοποίηση
-Νέα Πολιτεία εννοείτε μήπως;
-Ε, το ίδιο δεν είναι; απορεί η κοπέλα.
-Όσο το Ζαγόρι με τον Ζαγοράκη.
-Α συγνώμη, δεν ήξερα. Ρεζίλι έγινα ε; γελάει η κοπέλα
-Μπα, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
Κρυπτογραφημένοι προορισμοί. Για δυνατούς λύτες.
Δευτέρα 12 Μαΐου 2008
Η συζήτηση
-Στο Μαύρο Γάτο στις Συκιές παρακαλώ κύριε.
Ο τόνος είναι ευγενικός, όπως και τα λόγια της. Η επιλογή των λέξεων και η χροιά της φωνής όμως, (ειδικά όταν απευθύνεται σε κάποιον σχεδόν στα μισά της χρόνια), ενεργοποιεί (όπως πάντα) ένα κόκκινο "ΠΡΟΒΛΗΜΑ" στο μυαλό μου. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό (όχι πάντα) οι άνθρωποι που μιλάνε έτσι, έχουν στρεβλωμένη ή/και ελλιπή εικόνα του κόσμου γύρω τους, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Πριν καλά καλά ξεκινήσω, ρωτάει:
-Πρέπει να φορέσω κι εγώ ζώνη; Που είναι η ζώνη κύριε;
-Καλό θα ήταν, λέω και γυρίζω να της δείξω που είναι η ζώνη, οπότε και συνειδητοποιώ ότι με τα κιλά που έχει και σε πλάτος, κάθεται πάνω στο "κλιπ" της ζώνης και δεν θα μπορέσει να την βάλει.
-Εεεε δεν πειράζει κοντά πηγαίνουμε, της λέω. Αφήστε την.
Εκείνη όμως έχει βρει τη ζώνη μόνη της και ακούω το "κλικ" του κουμπώματος.
-Μπράβο, πως...(το κάνατε αυτό πάω να πω, αλλά συνειδητοποιώ ότι την έχει κουμπώσει στο κλιπ του ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ καθίσματος, αφού εξακολουθεί να κάθεται πάνω στο δικό της) …τα καταφέρατε μέσα στο σκοτάδι, διορθώνω τη φράση μου.
Χαμογελάει.
-Και να φανταστείς ότι δεν ξέρω από τέτοια, μου λέει. και παίρνοντας θάρρος προχωράει σε ερωτήσεις.
-Αυτό το αυτοκίνητο έχει αερόσακο;
-Έχει εννέα, της λέω.
-Εννέα; Που είναι;
-¨Ένας στο τιμόνι, ένας στα πόδια του οδηγού...
-Για εμένα που έχει αερόσακο, με διακόπτει.
-Για τους πίσω επιβάτες ανοίγει από την πίσω κολώνα του αυτοκινήτου, βλέπετε δεξιά σας που γράφει κάτι με ασημένια γράμματα; Από εκεί ανοίγει ένας αερόσακος σαν κουρτίνα για να προστατεύσει το κεφάλι από το παράθυρο...
-Έχω μια φίλη που είχε τρακάρει παλιά και έσπασε τη μύτη της, με διακόπτει. Που λέτε να καθόταν κύριε;
-Όπου και να καθόταν θα μπορούσε να σπάσει τη μύτη της.
-Την είχε σπάσει εντελώς, πολτοποιήθηκε, χρειάστηκε πλαστική, συνεχίζει η κυρία. Είχε πάθει και ρήξη αορτής, και έσπασε τα πόδια της. Ήταν καιρό σε αφασία και την περιμένανε, αλλά τελικά έζησε.
Το στομάχι μου αρχίζει να σφίγγεται με την περιγραφή.
-Γερή να' ναι η γυναίκα αφού τα κατάφερε μπράβο.
-Και ένας άλλος ξάδελφός μου είχε τρακάρει και πετάχτηκε από το τζάμι και του είχε καρφωθεί ένα σίδερο στο πόδι και....
Προσπαθώ να μην ακούω την περιγραφή, και να συγκεντρωθώ στο δρόμο μπροστά μου. Δεν είναι εύκολο.
Ευτυχώς, αφήνει τον άτυχο ξάδελφο και ξαναγυρνάει στην ταλαίπωρη φίλη.
-Ενενήντα πέντε χρονών είναι τώρα, μου λέει. Πολύ γερή είναι.
-Μωρέ μπράβο στη γυναίκα, πάντα καλά να είναι.
-Δηλαδή τι καλά, μου λέει. Δεν ακούει, δεν βλέπει. Γέρασε. Αλλά είναι πολύ καλά, στο πόδι όλη την ώρα. Μόνο που δεν μπορεί να ανέβει και να κατέβει σκάλες, και πέθανε και η κόρη της και έμεινε μόνη...
Ευτυχώς έχουμε φτάσει στο μεταξύ. Πληρώνει και κάνει να κατέβει.
-Καληνύχτα, της λέω.
-Καληνύχτα μου λέει. Γρήγορα φτάσαμε. Ευτυχώς κάναμε μια ευχάριστη συζήτηση.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να φανταστώ πως θα ήταν μια δυσάρεστη συζήτηση μαζί της.
Τετάρτη 7 Μαΐου 2008
Παιδική Αθωότητα
-Μαμά τώρα που φεύγαμε τι έκανε η θεία Μαρία με τον μπέμπη;
-Τον θήλαζε αγόρι μου, απαντάει η μαμά.
-Τι θα πει τον θήλαζε; ρωτάει εύλογα ο μικρός.
-Του έδινε γάλα, προσπαθεί να αποφύγει την απάντηση η μαμά.
-Από που του έδινε γάλα; Αφού δεν κρατούσε μπιμπερό, επιμένει ο μικρός.
-Από το "μεμέ" της, αναγκάζεται να πει επιτέλους η μαμά. Την αντιλαμβάνομαι να με κοιτάζει από τον καθρέφτη με την άκρη του ματιού μου. Είναι φανερό ότι το όλο θέμα την φέρνει σε δύσκολη θέση.
Στο μεταξύ ο πιτσιρικάς δεν έχει σκοπό να το αφήσει να περάσει. Σαν παιδάκι της ηλικίας του έχει και άλλες απορίες:
-Εμένα γιατί δεν με ταΐζεις έτσι; ρωτάει.
Μικρή παύση. Τελικά η μάνα του λέει:
-Τώρα μεγάλωσες. Όταν ήσουν μικρό μωρό σαν τον μπέμπη σε τάιζα κι εγώ έτσι.
-Έχεις δηλαδή κι εσύ "μεμέ" σαν τη θεία Μαρία;
-Έχω. Ήσυχα τώρα. Η φωνή της μαμάς έχει γίνει ψίθυρος.
Και τότε ο μικρός το φτάνει στο αποκορύφωμα:
-Για να δω! Απλώνει τα χέρια και αρχίζει να τραβάει το άσπρο μεταξωτό πουκάμισο της μαμάς του, μισοανοίγοντάς το.
Η μαμά με μια πανικόβλητη σπασμωδική κίνηση του παραμερίζει τα χέρια, κλείνοντας ταυτόχρονα και το πουκάμισό της. Με κοιτάζει απ' τον καθρέφτη. Εγώ συνεχίζω να κοιτάζω τον δρόμο μπροστά μου, κρατώντας το ύφος μου όσο πιο αδιάφορο μπορώ.
-Άου, άου! φωνάζει το αγοράκι από πίσω, καθώς έχει περισσότερο ξαφνιαστεί παρά πονέσει από την κίνηση της μαμάς του. Γιατί καλέ μαμά; Να δω θέλω.
-Στο σπίτι, όχι τώρα, του ψιθυρίζει η μαμά του. Κάτσε φρόνιμα τώρα.
-Γιατιιιι; επιμένει το παιδάκι.
-Έτσι. Δεν ξεντυνόμαστε μπροστά σε κόσμο, απαντάει η μαμά. Κάτσε φρόνιμα είπα.
Το αγοράκι μουτρώνει και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Θέλει όμως να έχει και την τελευταία λέξη.
-Ψέματα λες, μουρμουρίζει παραπονεμένα. Αφού στη θάλασσα που έχει και πιο πολύ κόσμο, ξεντυνόμαστε.
Κυριακή 4 Μαΐου 2008
Stripped by the strippers
-Do you speak any English; ρωτάει.
-I speak a lot of it, του απαντάω χαμογελώντας.
-Good. (και συνεχίζω μεταφράζοντας τους διαλόγους μας στα Ελληνικά) Μπορείς να με πας στο XXXXX στριπτιζάδικο.
-Φυσικά.
Παίρνουμε το δρόμο για το μαγαζί, και καθ' οδόν συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Είναι νωρίς για να πηγαίνει σε στριπτιζάδικο ως πελάτης, οπότε υποθέτω ότι μπορεί να έχει έρθει για δουλειά. (Ναι, έχει και άντρες strippers). Φτάνοντας με ρωτάει αν μπορώ να τον περιμένω δέκα λεπτά για να τον ξαναπάω πίσω. Μπορώ.
Αυτό μου ενισχύει τις υποψίες ότι πάει εκεί για δουλειά. Πιθανώς, σκέφτομαι, θέλει να κανονίσει τις τελικές λεπτομέρειες με το αφεντικό του μαγαζιού.
Πραγματικά, δέκα λεπτά μετά το παληκαράκι μας επανεμφανίζεται. Μιλάει για λίγο και με τον πορτιέρη, ο οποίος με cool ύφος και ανοιχτές χειρονομίες κάτι του εξηγεί, και στη συνέχεια επιστρέφει στο ταξί. Ξεκινάμε. Μετά από μισό περίπου λεπτό ησυχίας ο τύπος λέει αυτό που τον απασχολεί.
-Ήρθα χθες το βράδυ σε αυτό το μαγαζί, και πλήρωσα για κάτι που δεν πήρα τελικά. Μου είπαν ότι θα έχω κάποιες υπηρεσίες για τα λεφτά μου αλλά δεν έγινε έτσι.
-Οπότε ήρθες τώρα να ζητήσεις το λόγο και τα λεφτά σου πίσω;
-Ακριβώς. Αλλά μου είπαν ότι μάλλον λάθος κατάλαβα, γιατί αυτό που ήθελα είναι παράνομο.
-Ναι, συμφωνώ. Απ' όσο ξέρω κάποιες "υπηρεσίες" είναι όντως παράνομες και δεν παρέχονται από στριπτηζάδικα.
-Ναι αλλά κι εγώ ουσιαστικά πλήρωσα πενήντα ευρώ κάθε ποτό που ήπια, και έδωσα συνολικά τριακόσια ευρώ. Δεν είμαι κανένας πλούσιος, και τα τριακόσια ευρώ είναι πολλά λεφτά για 'μένα.
-Κατάλαβα. Καμιά φορά η διαφήμιση είναι παραπλανητική, και μάλλον σε ξεγελάσαν εμμέσως, του λέω για να τον παρηγορήσω.
Τι άλλο να του πω; Αν ήθελε συγκεκριμένες "υπηρεσίες" μπορούσε να τις πάρει από αλλού και φτηνότερα. Αναρωτιέμαι αν και στη χώρα του θα έκανε τις ίδιες επιλογές. Μάλλον όχι. Είναι ίδιον του κάθε τουρίστα να κάνει ακριβά λάθη.
Δευτέρα 28 Απριλίου 2008
Ο ληστής...
-Τι ήθελε κι αυτός και μπήκε στη μέση; μου λέει ο τύπος. Όταν πας για ληστεία και κρατάς όπλο, είσαι αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσεις. Εκείνη την ώρα, το μυαλό σου είναι να ξεφύγεις. Όποιος κάνει να σε σταματήσει θα την φάει.
-Τι να σας πω δεν ξέρω, του απαντάω. Δεν μου έτυχε να κάνω ληστεία ποτέ.
-Εγώ όμως ξέρω, μου λέει αυτός. Δέκα χρόνια έκανα στον Κορυδαλό για ένοπλη ληστεία.
-Σοβαρά μιλάτε τώρα;
-Πολύ σοβαρά μιλάω. Έχει χρόνια βέβαια. Είχε μπει στη μέση ένας να με σταματήσει και του έριξα στα πόδια. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα ήμουν ακόμη μέσα.
-Και πως έγινε και σας πιάσανε; τον ρωτάω.
-Ε πως γίνεται συνήθως; Κάποιος από τη συμμορία δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Δεν φτάνει που πήγε και αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο, άρχισε να περηφανεύεται δεξιά και αριστερά στα φιλαράκια του πόσο καλά τα καταφέραμε. Καταλαβαίνεις, ρουφιάνους έχει πολλούς.
Για λίγο μένω αμίλητος. Ο τύπος φαίνεται να σοβαρολογεί.
-Και κάνατε δέκα χρόνια για ένοπλη ληστεία συν τον τραυματισμό κάποιου, ρωτάω τελικά.
-Μωρέ λιγότερα θα έκανα κανονικά (;!). Αλλά δεν τους έλεγα που έκρυψα τα λεφτά. Ούτε και τα βρήκανε ποτέ. Έκατσα κι εγώ δέκα χρόνια μέσα, και όταν βγήκα πήγα και τα πήρα.
Το σκέφτομαι και πάλι για λίγο και τελικά του λέω γελώντας:
-Πάντως αν αποφασίσατε να αλλάξετε καριέρα και να ληστέψετε ταξί, μόλις βγήκα για δουλειά. Ούτε πενήντα ευρώ δεν έχω μαζί μου.
Γελάει κι αυτός και μου απαντάει.
-Ε όχι ρε φίλε. Εσένα θα ληστέψω; Άσε που, τι με πέρασες, για κανένα ψιλικατζή;
Δίκιο είχε ο άνθρωπος. Αν έχεις πιάσει καρχαρία, τι να σου κάνει το σπαράκι;
Κυριακή 20 Απριλίου 2008
Όπισθεν...
αλλά δεν περίμενα αυτό...
(Για λόγους συντόμευσης των εξετάσεων, όπισθεν γωνία και παρκάρισμα θα εξετάζονται πλέον όπως στο video παραπάνω)
Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια που έκανα τα υποχρεωτικά μαθήματα οδήγησης.
Επειδή είχα δυο χρόνια στους δρόμους με το 50αράκι παπάκι, και επειδή οδηγούσα ήδη (τα καλοκαίρια στο χωριό το τρακτέρ του θείου μου, και μερικές φορές το autobianchi μας στους χωματόδρομους), πίστευα ότι ήξερα να οδηγάω και δεν χρειαζόμουν μαθήματα. Λάθος. Η οδήγηση δεν αφορά μόνο στο τεχνικό μέρος του χειρισμού ενός αυτοκινήτου (μοχλός ταχυτήτων, πεντάλ, τιμόνι, χειρόφρενο, φλας κλπ) αλλά και (κυρίως θα 'λεγα) στο "συμπεριφορικό" μέρος της οδήγησης. Αν οδηγούσαμε πάντα μόνοι μας στις ερημιές δεν θα είχε καμία σημασία. Η πλειοψηφία μας όμως οδηγά σε πολυσύχναστους δρόμους με πολλά οχήματα και πεζούς γύρω μας, και πρέπει να δείχνουμε την ανάλογη προσοχή. Να βλέπουμε καλά μπροστά, γύρω μας, καθώς και πίσω μας.
Ειδικά όταν κάνουμε όπισθεν. Η οποία όπισθεν ήταν ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω τα παραπάνω, έκανα αυτή την τεράστια παρένθεση, και επιστρέφω…
Θυμάμαι πολύ καλά λοιπόν, και δεν νομίζω ότι άλλαξε κάτι από τότε, τον δάσκαλο οδήγησης να μου λέει:
-Για να κάνεις όπισθεν, αφού βάλεις την ταχύτητα, βάζεις το δεξί χέρι πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού για βοήθεια, και γυρνάς ΟΛΟ το σώμα ώστε να βλέπεις καλά πίσω, τόσο στα δεξιά όσο και αριστερά του αυτοκινήτου. Με το αριστερό χέρι κρατάς το τιμόνι,
Πολύ σωστά. ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ. ΔΕΝ αρκεί να κοιτάζεις τους καθρέφτες κάνοντας όπισθεν. ΔΕΝ αρκεί να κοιτάζεις τους καθρέφτες κάνοντας όπισθεν. Aν το αυτοκίνητό είναι κανονικό επιβατικό με παράθυρο στο πίσω μέρος, ΔΕΝ αρκεί να κοιτάζεις τους καθρέφτες κάνοντας όπισθεν.
Το παιδάκι που θα τρέξει ανάμεσα στα παρκαρισμένα ΔΕΝ θα φανεί στους καθρέφτες. Η πραγματική απόσταση από το παρκαρισμένο πίσω και το πεζοδρόμιο ΔΕΝ φαίνεται στους καθρέφτες. Το κρυφό τοιχάκι, κολωνάκι, πεζουλάκι, ΔΕΝ φαίνεται στους καθρέφτες (καμιά φορά δεν φαίνεται ούτε και κοιτάζοντας πίσω!).Το μηχανάκι που θα έρθει να προσπεράσει και θα το χτυπήσεις με τη μούρη του αυτοκινήτου που πετιέται έξω καθώς παρκάρεις, ΔΕΝ θα φανεί στους καθρέφτες.
Προσφάτως με τη μηχανή, σταμάτησα οριακά πίσω από κύριο κοντά στα 60, ο οποίος έβγαινε από την πυλωτή της οικοδομής στο δρόμο κάνοντας όπισθεν γωνία 90 μοιρών. Στο αγανακτισμένο μου κορνάρισμα, (καθώς σταμάτησα μεν, αλλά αυτός συνέχιζε ακάθεκτος να κάνει όπισθεν επάνω μου) απάντησε με αφέλεια: "Ε, τι θέλεις; Δεν φαίνεσαι από τους καθρέφτες. Εσύ έρχεσαι από πίσω, πρόσεχε λίγο."
Πραγματικά πιστεύω ότι έχουμε όλοι ένα κοπάδι αγγέλους πάνω από τα οχήματά μας, και πάλι δεν μας προλαβαίνουν πάντα.
Δεν γίνεται όπισθεν κοιτώντας τους καθρέφτες. Είναι θέμα ζωής και θανάτου πολλές φορές. Όπως λένε και στον imagine (για άλλους λόγους) "Πείτε το και στους φίλους σας".
Δευτέρα 14 Απριλίου 2008
Δεν είπα Σάρτη...
Καλοκαίρι, μεσημέρι. Βρίσκομαι στα ΚΤΕΛ τρίτο ταξί στην πιάτσα. Ένα παλικαράκι κοντά στα τριάντα πλησιάζει τον πρώτο ταξιτζή και κάτι του λέει. Αυτός τον "διώχνει". Το ίδιο και ο δεύτερος, Το έργο το έχω ξαναδεί. Κάπου κοντά θα πηγαίνει, ή δεν καταλαβαίνουν τι τους λέει. Οπότε μόλις σκύβει δίπλα στο ταξί και αρχίζει να λέει (δεν τον ακούω, το παράθυρο είναι κλειστό γιατί δουλεύει ο κλιματισμός) του κάνω νόημα να μπει μέσα. Μπαίνει, κάθεται, και με κάπως παράξενη προφορά μου λέει:
-Θα με πας στη Σάρτη;
-Να σε πάω.
Η προφορά του με βάζει σε σκέψεις. Σε περίπτωση που μας σταματήσουν για έλεγχο και αυτός είναι παράνομα στη χώρα, θεωρούμαι αυτομάτως συνεργός σε μεταφορά λαθρομεταναστών, και πηγαίνω κι εγώ και το ταξί "μέσα" Οπότε του λέω:
-Χωρίς παρεξήγηση, αλλά επειδή τα Ελληνικά σου τα ακούω παράξενα, και επειδή θα βγούμε εκτός Θεσσαλονίκης, χαρτιά, ταυτότητα έχεις;
-Έχω έχω, λέει και βγάζει μια φωτοτυπία ταυτότητας. Το όνομα είναι ένα δυσκολοπρόφερτα Τούρκικο. Καλώ το κέντρο του ραδιοταξί, ζητάω να κόψουν την αναμετάδοση (ώστε να με ακούει μόνο η εκφωνήτρια) και της δίνω τα στοιχεία ταυτότητας, ενημερώνοντας παράλληλα ότι πηγαίνω στην Σάρτη.
Το παλικαράκι καθώς βγαίνουμε περιφερειακό μου λέει.
-Δεν πάμε Σάρτη. ΞΑΝΘΗ πάμε.
Μάλιστα. Άλλο Σάρτη Χαλκιδικής, άλλο Ξάνθη. Και το Τούρκικο όνομα, με βάζει σε υποψίες και με οδηγεί στην επόμενη ερώτηση.
-Που ακριβώς πηγαίνουμε στην Ξάνθη;
-Λίγο πιο έξω, στο χωριό ΧΧΧΧ (δεν θυμάμαι πλέον πιο ακριβώς).
-Και που είναι αυτό;
-Λίγο έξω από την Ξάνθη.
-Ναι, αυτό το είπαμε. Προς τα που δηλαδή; Στα Πομακοχώρια;
-Ναι, όχι, ναι. Χαζογελάει αμήχανα.
Δηλαδή ναι. Εκείνη την εποχή δεν ξέρω τίποτε απολύτως για τα Πομακοχώρια. Μια μακρινή ανάμνηση μόνο από ένα ρεπορτάζ, ότι έχουν δική τους διακυβέρνηση και νόμους. Γκουλπ.
-Φίλε επειδή πολλά γίνονται, και πάμε μακριά, θα ενημερώσω και την αστυνομία, χωρίς παρεξήγηση.
Το δέχεται με χαμόγελο. Όλο και περισσότερο μου δίνει την εντύπωση ότι είναι κάπως "ελαφρύς" καθώς δεν σταματάει να χαζοχαμογελάει, και να μιλάει ακατάσχετα. Τέλοσπαντων.
Τηλεφωνώ στο 100 και ενημερώνω για την όλη κατάσταση. Ο αστυνομικός πολύ γρήγορα το ψάχνει και με ενημερώνει ότι για τον επιβάτη μου δεν προκύπτει ποινικό μητρώο. Επίσης με συμβουλεύει να ενημερώσω και την αστυνομία φτάνοντας στη Ξάνθη αν θέλω. (Το 100 όταν το καλείς από κινητό, σε συνδέει με την κοντινότερη άμεση δράση).
Μέχρι εδώ, καλά, αν και η ανησυχία δε σβήνει. Αντιθέτως, και ενώ έχουμε φτάσει περίπου στην Ασπροβάλτα, οι πλάγιες ερωτήσεις μου βγάζουν και άλλο "λαγό":
-Δεν έχω λεφτά εγώ να σε πληρώσω. Θα σου τα δώσει ο θείος μου εκεί όταν φτάσουμε.
-Ο θείος σου ξέρει ότι πας με ταξί στο χωριό;
-Όχι. Μην ανησυχείς όμως θα σε πληρώσει.
[Αυτό το λες εσύ. Ο θείος όμως; Αν υπάρχει...]
-Να κάνουμε ένα τηλέφωνο στο θείο σου; Μπορεί να μην είναι σπίτι όταν φτάσουμε.
-Να πάρουμε.
Μου λέει ένα νούμερο, καλώ και βγαίνει κάποιος, ο οποίος αφού με ακούει, με σπαστά Ελληνικά μου εξηγεί ότι δεν είναι αυτός που ψάχνω.
-Λάθος νούμερο μου έδωσες.
Μου λέει και πάλι το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά μου δίνει μάλλον το σωστό, γιατί απαντάει μια γυναίκα στα Τούρκικα, αλλά καθώς προσπαθώ να της εξηγήσω ποιος είμαι και τι συμβαίνει μου το κλείνει.
-Μια γυναίκα βγήκε και μου το έκλεισε, του λέω.
-Είναι επειδή δεν αφήνουν τις γυναίκες τους να μιλάνε με αγνώστους. Η θεία μου θα ήταν. Δώσε να μιλήσω εγώ, μου λέει.
Ξανακαλώ και του δίνω να μιλήσει. Αρχίζει ένα χείμαρρο Τούρκικα, σε τόνους που μου φαίνονται άλλοτε παρακλητικοί, και άλλοτε επεξηγηματικοί. Τελικά κλείνει το τηλέφωνο.
-Εντάξει μίλησα με τον θείο μου, εκεί είναι και θα μας περιμένει να σε πληρώσει, μου λέει.
[Έτσι λες εσύ. Είναι εξίσου πιθανό να έχει πει: " Ομάρ, Χασάν, Αμπντούλ, έρχομαι με ένα γκιαούρη ταξιτζή κορόιδο. Ακονίστε τα γιαταγάνια, ανάψτε κάρβουνα και ειδοποιήστε ότι θα έχουμε Toyota Avensis για πούλημα."]
Αστειεύομαι τώρα, αλλά όλα αυτά δεν είναι καθόλου αστεία εκείνη την ώρα. Στην καλύτερη χειρότερη περίπτωση, θα έχω κάνει ένα σωρό χιλιόμετρα, θα έχω χάσει τη μέρα και δεν θα πληρωθώ. Στη χειρότερη;
Κουβέντα στη κουβέντα μαθαίνω ότι το χωριό έχει αστυνομικό τμήμα. Ελληνικό αστυνομικό τμήμα. Όπως είπα, μέχρι εκείνη τη στιγμή έχω την εντύπωση ότι πηγαίνουμε σε ένα τουρκόφωνο "κράτος εν κράτει". Τηλεφωνώ στις πληροφορίες, βρίσκω το νούμερο, και καλώ το αστυνομικό τμήμα. Δεν απαντάει κανείς.
Τηλεφωνώ στο 100 και πάλι. Πλέον είμαστε στο κομμάτι της Καβάλας. Ο αστυνομικός μου εξηγεί ότι κατά πάσα πιθανότητα ο αστυνομικός είναι έξω σε περιπολία με το αυτοκίνητο, και γι' αυτό δεν απαντάει στο τμήμα.
Μάλιστα. Εξαιρετικά. Φτάνω στην Ξάνθη και τηλεφωνώ στο 100. Εξηγώ την κατάσταση ακόμη μια φορά.
-Φοβάσαι ότι δεν θα σε πληρώσει;
-Μεταξύ άλλων, το φοβάμαι και αυτό.
Ο αστυνόμος γελάει.
-Δεν θα έχεις πρόβλημα, καλοί είναι οι άνθρωποι εκεί αλλά αν γίνει κάτι πάρε μας τηλέφωνο, μου λέει.
[Αν προλάβω...]
Φτάνουμε κάποια στιγμή στο χωριό. Αρκετοί μιναρέδες υψώνονται δεξιά και αριστερά. Οι περαστικοί μας κοιτάζουν περίεργα. Οι άντρες, γιατί οι ελάχιστες γυναίκες κουκουλωμένες με τα τσεμπέρια τους κοιτάζουν το έδαφος καθώς περπατάνε.
Από εδώ στρίψε, από εκεί στρίψε, κρατάω νοητικές σημειώσεις, προκειμένου αν χρειαστεί να ειδοποιήσω το 100, να τους τα πω μαζεμένα: (Από το μπακάλικο " Η Φατιμά" αριστερά, πλάτανος δεξιά, γύρω γύρω την πλατεία και βόρεια, άσπρο σπίτι με πράσινα παντζούρια).
-Εδώ είμαστε, μου λέει κάποια στιγμή. Βγαίνει έξω και μπαίνει σε μια αυλή. Βλέπω παιδάκια και κάποιες γυναίκες με τσεμπέρια που έχουν βγει και με κοιτάζουν. Στο μεταξύ έχω κλειστές ασφάλειες, πατημένο συμπλέκτη και βαλμένη πρώτη, ενώ στο χέρι κρατάω το κινητό στο οποίο έχω ήδη σχηματίσει το 100 και απομένει να πατήσω "κλήση".
Μετά από λίγο ένας χαμογελαστός άνθρωπος, γύρω στα 60, βγαίνει από την αυλή, και έρχεται στο παράθυρο.
-Έλα λίγο κατέβα να σε κεράσουμε έναν καφέ, μου λέει.
-Πρέπει να φύγω για πίσω, να φτάσω πριν νυχτώσει, σας ευχαριστώ, του απαντάω.
-Καλά που τον βρήκες αυτόν; με ρωτάει, αναφερόμενος στον πελάτη ανιψιό του.
-Στα ΚΤΕΛ, στα λεωφορεία της Θεσσαλονίκης.
-Βρε τον άτιμο. Δυο φορές τον βάλαμε στη Σταυρούπολη στο ψυχιατρείο, το έσκασε, πήρε ταξί και ήρθε πίσω.
Κλασική ιστορία. Ευτυχώς ό άνθρωπος με πληρώνει κανονικά και με χαμόγελο. Του δίνω τα ρέστα (αν και ο ανηψιός επιμένει να τα κρατήσω να πιω έναν καφέ), και φεύγω όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορώ. Τα μάτια μου είναι μονίμως στους καθρέφτες. Αναρωτιέμαι πόσες τρίχες μου άσπρισαν και πόσο μπορεί να κοστολογηθεί η ψυχική οδύνη. Άλλο κακό να μη μας βρει.
Και ενώ με πιέζει η κύστη μου, δεν διακινδυνεύω να σταματήσω παρά μόνο αφού έχω περάσει και την Καβάλα στο δρόμο της επιστροφής.
Παρασκευή 11 Απριλίου 2008
Porsche
Τσιμισκή, απόγευμα, ο καιρός καλός και η κίνηση μέτρια. Μπροστά μου πηγαίνει μια Porshe με Γερμανικές πινακίδες, και μπροστά της ένα λεωφορείο. Εκμεταλλευόμενος την καλοκαιρία ο οδηγός έχει ξεσκεπάσει το αυτοκίνητο, ώστε όλοι να μπορούν να τον δουν. Μέχρι ένα σημείο βέβαια γιατί φοράει και γυαλιά "μάσκες του σκι" που κρύβουν το μισό του πρόσωπο, ενώ λόγω ύψους χάνεται μέσα στο αυτοκίνητο. Τη στιγμή που μας ενδιαφέρει πάντως, ο νέος μας κάτι σκαλίζει στο ταμπλό της Porsche. Έτσι, όταν καταλαβαίνει ότι το λεωφορείο μπροστά του έχει σταματήσει, είναι αργά για ελιγμό. Σταματάει εντελώς, στρίβει όλο το τιμόνι αριστερά, βγάζει φλας και κάνει την κίνηση να βγει. Σταματάει αμέσως όμως (δυο εκατοστά προλαβαίνει να κινηθεί) γιατί εγώ έχω αλλάξει ήδη λωρίδα, έχω βρεθεί αριστερά πίσω του και του ανάβω τα φώτα μην τυχόν και κάνει τη χαζομάρα. Προσπερνώ και κοιτάζω στον καθρέφτη. Ο τύπος κάνει να ξαναβγεί (άλλα δυο εκατοστά αριστερά) και ξανασταματάει καθώς αυτή τη φορά αριστερά πίσω του έρχεται και τον κορνάρει ΤΟ όχημα: Παπάκι εικοσαετίας, ταλαιπωρημένο και ακαθορίστου χρώματος από τη σκουριά και την απλυσιά, πλήρες με το κίτρινο καφάσι από γάλατα στραβοδεμένο πάνω στη σκάρα. Ο οδηγός της μηχανής, εξηντάρης, με το αρχαίο και καταχτυπημένο κράνος-τάπερ απ' το άνοιγμα του οποίου προεξέχει το μισό του πρόσωπο, περνάει δίπλα από την Porsche, και τον κοιτάζει άγρια μέσα από τα χοντρά γυαλιά οράσεως που φοράει, φωνάζοντας και κορνάροντας με την ξέπνοη ψόφια κόρνα του εξάβολτου δικύκλου του. Είναι προφανές ότι δεκάρα δεν δίνει αν είναι Porsche ή Datsun. Μετά από αυτό, ο οδηγός της Porsche δεν επιχειρεί πλέον άλλη έξοδο. Ακολουθεί το λεωφορείο μπροστά του για όσο μπορώ να δω από τον καθρέφτη μου, ελπίζοντας φαντάζομαι να μην τον έχει δει κανείς.
Κι αν είσαι και Porcsh-ας, με την αράδα σου θα πας.
Τετάρτη 9 Απριλίου 2008
Δωρεάν...
Βρίσκομαι στις Συκιές μεσημέρι, και κατευθύνομαι προς τα καπνομάγαζα της Επταλόφου, (εκεί που μέχρι κάποια στιγμή υπήρχε βενζινάδικο-πάρκινγκ) προκειμένου να παραδώσω το Ταξί στον συνεργάτη μου.
Σταματημένο στο φανάρι με πλησιάζουν δυο κοπέλες. Πριν προλάβουν να μου πουν οτιδήποτε τους λέω:
-Πηγαίνω στην Επτάλοφο να παραδώσω.
-Α, εμείς στη Μενεμένη πηγαίνουμε.
Για όσους δεν ξέρουν, οι δυο συνοικίες είναι γειτονικές. Δυστυχώς έχω αργήσει ήδη, οπότε δεν με "παίρνει" να τις πάω εκεί που πάνε και να γυρίσω. Καθώς όμως αφ' ενός στις Συκιές δύσκολα βρίσκεις Ταξί, και αφ' ετέρου είναι ώρα αλλαγής βάρδιας, άρα ακόμη δυσκολότερα θα εξυπηρετηθούν, τους προτείνω:
-Ελάτε να σας πάω μέχρι την Επτάλοφο. Δωρεάν, δεν θέλω χρήματα, έτσι κι αλλιώς εκεί πηγαίνω. Ταξί θα βρείτε σίγουρα από εκεί να σας πάει όπου θέλετε.
Η μια κοπέλα κάνει να μπει στο Ταξί. Η άλλη όμως την σταματάει κατεβάζοντας τα μούτρα.
-Όχι! Με κοιτάζει άγρια.
-Όπως θέλετε. Έχω μείνει έκπληκτος. Μήπως δεν κατάλαβε τι είπα;
Το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινάω. Από τον καθρέφτη βλέπω την κοπέλα που πήγε να μπει, να βάζει τις φωνές στην άλλη.
Όσο και να το έχω σκεφτεί, δεν κατέληξα σε κάποια θεωρία της προκοπής. Αν κάποιος μπορεί να φανταστεί γιατί η κοπελιά απέρριψε την δωρεάν μεταφορά, ας μου πει κι εμένα.
Κυριακή 6 Απριλίου 2008
Λεπτομέρειες
Οι παρακάτω ιστορίες είναι απλώς ενδεικτικές. Πολλές φορές, πολλοί πελάτες, διαφόρων ηλικιών, είναι εντελώς ασαφείς, όχι πάντα επειδή δεν ξέρουν. Διαβάστε παρακάτω και θα καταλάβετε.
Κυρία μπαίνει από τα ΚΤΕΛ και μου ζητάει να την πάω Αγίου Παντελεήμονος δέκα (το νούμερο ενδεικτικό).
-Σε ποια Αγίου Πεντελεήμονος; Έχει τρεις τουλάχιστον. Σε ποια περιοχή;
Δεν ξέρει, δεν θυμάται. Μετά από αρκετές ερωτήσεις (είναι σε μεγάλο δρόμο; βγαίνοντας από την πόλη προς Χαλκιδική; κοντά στη θάλασσα; Θυμάστε δυο δωδεκαόροφες πολυκατοικίες κοντά; Ήταν μακριά από τα ΚΤΕΛ; πόσο περίπου πληρώσατε στο Ταξί την προηγούμενη φορά; προς τον Φοίνικα;) καταλήγουμε ότι αναφέρεται στην Αγίου Παντελεήμονος της Καλαμαριάς. Φτάνοντας εκεί ανακαλύπτουμε ότι το νούμερο δέκα είναι...τοίχος.
-Είστε σίγουρη για το νούμερο;
Είναι.
-Σας θυμίζει τίποτε ο δρόμος;
Δεν της θυμίζει τίποτε.
Σκέψη, προβληματισμός, και τελικά μου λέει.
-Να πάρω τηλέφωνο την κουνιάδα μου να μας πει που ακριβώς είναι το σπίτι;
-Καλά, αν έχετε τηλέφωνο, γιατί δεν το λέτε από την αρχή και ψάχνουμε τόση ώρα;
-Δεν το σκέφτηκα. (!!!;;;)
Τηλεφωνώ. Η έκπληκτη κουνιάδα μου λέει ότι βρίσκεται στους Αμπελόκηπους. Έχουμε δηλαδή διασχίσει τα τέσσερα πέμπτα της πόλης (και θα επιστρέψουμε πίσω) επειδή η κυρία "δεν το σκέφτηκε".
Σε άλλη περίπτωση, ο αλλοδαπός κύριος μπαίνει από τον σταθμό των τραίνων και μου ζητάει να τον πάω στην Αλβανική πρεσβεία.
-Είναι πολύ κοντά του λέω (στο Βαρδάρι διακόσια μέτρα παρακάτω).
-Όχι έχει φύγει από εκεί, μου λέει.
-Να ρωτήσω στο ραδιοταξί τότε.
Ρωτάω, και με ενημερώνουν ότι βρίσκεται στην Τσιμισκή μαζί με τη πρεσβεία των Η.Π.Α. στο εμπορικό κέντρο.
Καθώς φτάνουμε, ο πελάτης μου λέει:
-Τσιμισκή 45, εδώ είναι; (το νούμερο ενδεικτικό)
[Αφού ήξερες από την αρχή οδό και αριθμό γιατί με ταλαιπωρείς;]
Αμίμητο και σύντομο είναι αυτό με την κυρία που μπαίνει στο Ταξί και μου λέει:
-Στην κυρία Κοντομανώλη θέλω να με πάτε. (Το όνομα ενδεικτικό)
-Να σας πάω, αλλά που μένει, γιατί δεν την γνωρίζω;
-Δεν ξέρεις; (Έκπληκτη).
-Όχι, θα 'πρεπε;
Μου δίνει την διεύθυνση κάπως απότομα. Αργότερα μαθαίνω ότι η κυρία Κοντομανώλη είναι πελάτισσα του Ραδιοταξί. Λυπάμαι, δεν κουβαλάω μαζί το αρχείο των πελατών μας.
Και καθώς τα γράφω όλα αυτά, η κυρία που μπήκε στο Ταξί, μου λέει:
-Νεάπολη στην Cosmote.
-Που βρίσκεται η Cosmote; Μπορεί να έχει και παραπάνω από μία.
-Πάμε και θα σου πω.
-Ναι, αλλά πρέπει να ξέρω έστω περίπου προκειμένου να ακολουθήσω τον ανάλογο δρόμο.
-Πάμε και θα σου πω.
Καθώς πλησιάζουμε στη Νεάπολη, μου λέει.
-Καλά, δεν ξέρεις που είναι η Cosmote;
-Δεν έτυχε, να την προσέξω. Γιατί τόσο μεγάλο μαγαζί είναι;
-Στη Βενιζέλου, πάνω από την Εθνική τράπεζα, δεν την έχεις δει;
[Κι εσείς Βενιζέλου δεν μπορούσατε να πείτε από την αρχή;]
Τέτοιες καταστάσεις συμβαίνουν πολλές. Όπου οι πληροφορίες δίνονται μισές, παραπλανητικές και με το σταγονόμετρο. Δεν καταλαβαίνω. Είναι τόσο κουραστικό να δώσεις όλες τις πληροφορίες από την αρχή; Είναι μυστικό; Μήπως παίζουμε το παιχνίδι "Βρες πού πάω αν μπορείς";
Αν παραγγέλνουν και φαγητό από delivery με τον ίδιο τρόπο πάντως, πρέπει να μένουν συχνά νηστικοί.